Λίγα χρόνια πριν, βρέθηκα να συμπαραστέκομαι στον χωρισμό μιας καλής μου φίλης. Μετά από πέντε χρόνια το ζευγάρι αποφάσισε να τραβήξει ξεχωριστούς δρόμους. Εκείνο το απόγευμα άκουγα με περίσσια κατανόηση και υπομονή για τριακοστή φορά το “είναι για καλό μας” από τη φίλη μου. Καθόμασταν σε αντικριστούς καναπέδες, τυλιγμένες με κουβέρτες, αρχικά με καφέ, στη συνέχεια με κρασί και μιλούσαμε. Κυρίως εκείνη. Την άκουγα να διηγείται ιστορίες και να βρίσκει κάθε φορά έναν ακόμα λόγο που έπρεπε να έχουν χωρίσει πολύ νωρίτερα. Μόλις το μπουκάλι με το κρασί έφτασε στο τέλος του την άκουσα να λέει “το αποφάσισα, θα τον σβήσω από τα social media”.

Το “θα τον σβήσω από τα social media” σήμαινε διαγραφές από περίπου εφτά εφαρμογές και περίπου 1200 κοινές φωτογραφίες, σε κάθε εφαρμογή. Αφού άλλαξε γνώμη για αυτή την απόφασή της σχεδόν τρεις φορές, στο τέλος το πήρε απόφαση. Τις επόμενες τρεις ώρες παρακολουθούσα τη φίλη μου να ζει συνεχόμενους μικρούς χωρισμούς. Όταν πια τα μεσάνυχτα την σκέπασα με την κουβέρτα και έφυγα από το σπίτι της, περπάτησα στον άδειο δρόμο στο Χαλάνδρι και σκέφτηκα πολύ εγωιστικά: “ευτυχώς που δεν θα μου συμβεί αυτό ποτέ”. Και δεν εννοούσα τον χωρισμό.

Δεν έχω αλλάξει ποτέ το relationship status στο Facebook -δεν ξέρω καν πως γίνεται- και δεν έχω ανεβάσει ποτέ κάποια φωτογραφία με τον αγαπημένο μου. Μέχρι που έφυγα εκείνο το βράδυ από τη φίλη μου το έκανα εντελώς ασυνείδητα. Ενώ όλοι οι φίλοι μου άλλαζαν ακόμα και για πλάκα το status της σχέσης τους, εμένα δεν με εξέφραζε αυτό το μοίρασμα πληροφορίας. Το ”Ποιόν ενδιαφέρει τι κάνω; Κι όσους τους ενδιαφέρει ξέρουν από πρώτο χέρι που βρίσκομαι ανά πάσα στιγμή και με ποιόν.” μου αρκούσε σαν απάντηση.  Από εκείνο το βράδυ και μετά ήταν ξεκάθαρη επιλογή μου. Δεν θα με ανάγκαζα ποτέ να περάσω αυτή τη διαδικασία.

Ένα βράδυ που το σκέφτηκα περισσότερο, αναζήτησα το “under-sharing relationship” στο Internet. Ανάμεσα στα αποτελέσματα ήταν και μία μελέτη της Lydia Emery, διδάκτωρ ψυχολογίας στο Northwestern University. Εξηγούσε πως υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων που δημοσιεύουν πληροφορίες για τη σχέση τους και εκείνων που δεν το κάνουν. Οι πρώτοι μάλλον είναι πιο ικανοποιημένοι και πιο αφοσιωμένοι” αναφέρει η ειδικός. Η έρευνα που έκανε η ίδια φανερώνει πως οι άνθρωποι που δεν μοιράζονται προσωπικές πληροφορίες είναι εκείνοι που εμπιστεύονται πιο δύσκολα τους άλλους κι εκείνοι που χρειάζονται περισσότερο χρόνο να δεθούν με κάποιον άλλον.

Ωπ, φόβος δέσμευσης σκέφτηκα. Οκ, ας πάμε παρακάτω.

Σε επόμενο αποτέλεσμα, η Rachel Sussman, ψυχοθεραπεύτρια και relationship expert, έμοιαζε να συμφωνεί. “Θα μπορούσε να υπάρχει αλήθεια στην ιδέα ότι η αποφυγή της δημοσιοποίησης στοιχείων για μία σχέση θα μπορούσε να έχει τις ρίζες της στο φόβο”. Πολλοί από τους πελάτες μου αναφέρουν άγχος που σχετίζεται με τις σχέσεις” λέει. “Φοβούνται ότι κάτι θα πάει στραβά. Το ίδιο ακριβώς όμως μάλλον ισχύει και για εκείνους που κάνουν over sharing”, ισχυρίζεται..

Αυτή η ειδικός σαφώς μου άρεσε καλύτερα αφού επιμένει πως δέκα χρόνια πριν, κανένας δεν θα το ανέλυε τόσο όσο εμείς σήμερα. Κανένας δεν θα έκανε τόσο θέμα τη σχέση του.

Νομίζω πως ο καθένας μπορεί να κάνει εκείνο που τον εκφράζει καλύτερα και τον κάνει να νιώθει πιο καλά. Κάποιοι χαίρονται να μοιράζονται τις ευτυχισμένες στιγμές τους ακόμα και με ανθρώπους που δεν έχουν συναντήσει ποτέ. Άλλοι είναι πιο διστακτικοί και θα δώσουν αραιά κάποιες πληροφορίες. Και κάποιοι άλλοι δεν έμαθαν ποτέ πως αλλάζει το relationship status. Για τη δική μου περίπτωση, μάλλον θέλω να κρατάω τις σχέσεις μου χωρίς φίλτρα, χωρίς έξυπνα captions, χωρίς προσδοκίες, χωρίς αναμονή για αποδοχή με likes. Δεν είναι φόβος, δεν είναι δισταγμός. Είναι επιλογή.