Το έπαθε κάποιος στο γυμναστήριο. Αποσυνδέθηκαν τα ακουστικά του και όλοι ακούσαμε τη φωνή του Σφακιανάκη να ξεχύνεται περήφανα ανάμεσα στα βαράκια και τις μπάρες και σε αργή κίνηση γυρίσαμε, όλοι ταυτόχρονα, να τον κοιτάξουμε. Και αντί να συνεχίσει απλώς τις επαναλήψεις του με αξιοπρέπεια, εκείνος ζήτησε ξανά και ξανά από όλους συγγνώμη. Σαν να έφερε το απόλυτο πολιτισμικό ατόπημα μέσα στον ιερό χώρο της προσπάθειας, της δύναμης και των trap playlists. Γιατί όμως;

Η σκηνή, όσο κωμική κι αν ακούγεται, λέει πολλά για τον τρόπο που βιώνουμε τη ντροπή σήμερα. Πράγματα που κάποτε θα περνούσαν αδιάφορα, σήμερα καταγράφονται ως μικρά περιστατικά προσωπικής έκθεσης, στιγμές όπου αυτό που είμαστε δεν συμφωνεί με αυτό που θα θέλαμε να προβάλλουμε.

Γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ η άποψη των άλλων για τόσο μικρά πράγματα;

Γιατί μας καίει να μην “ξεφύγουμε” από την εικόνα μας; Να μην ακουστεί κάτι off brand; Να μην μπει στο κάδρο κάποια επιλογή που δεν έχουμε εγκρίνει εξ αρχής για δημόσια κατανάλωση;

Μας νοιάζει τι φαίνεται στην οθόνη του κινητού όταν κάποιος κάθεται δίπλα μας στο μετρό, κι αν το like στο story μας ήρθε «από λάθος» ή με πρόθεση. Μας νοιάζει αν μας είδαν με το λάθος outfit, το λάθος βιβλίο στην τσάντα, τη λάθος μουσική στην αναπαραγωγή. Μας νοιάζει αν το φαγητό που πήραμε στο τάπερ μυρίζει έντονα. Αν γελάμε παραπάνω δυνατά απ΄ όσο πρέπει κι αν το αστείο μας ήταν πράγματι πετυχημένο. Αν είμαστε λίγο παραπάνω αυθόρμητοι και στο τέλος, παραπάνω ο εαυτός μας δηλαδή.

Και όλα αυτά μάς ταΐζουν με ένα αόρατο αλλά βαρύ καθημερινό άγχος: το άγχος της εικόνας και του να μην ξεφύγεις από το προσεκτικά χτισμένο «ποι@ είμαι». Να μην ακουστεί, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κάτι που δεν είχες προβλέψει.

Αλλά ποια είναι η εναλλακτική;

Να είμαστε τόσο επιμελημένοι που να μη χωράει τίποτα αυθόρμητο; Να μη συγχωρούμε στους εαυτούς μας ούτε ένα άκουσμα Σφακιανάκη; Καμία αστοχία; Κανένα random χαμόγελο σε έναν άγνωστο;

Ιδού λοιπόν μια λίστα με πράγματα που μας νοιάζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Και στο τέλος, σε προκαλώ: πες μου αν κάποιο από αυτά σε έχει σώσει πραγματικά από κάτι.

Όταν αποσυνδεθούν τα ακουστικά σου στο γυμναστήριο
…και για δύο δευτερόλεπτα παίζει στη διαπασών το «Όλα σ’ αγαπάνε» του Γονίδη. Έχεις δώσει 70 ευρώ για το unlimited πρόγραμμα και όχι για να σε κοιτά ο διπλανός λες και έβαλες Καζαντζίδη σε rave party. Μην αφήνεις μια λάθος playlist να σε ορίζει. Άσε και τον Καρρά να παίξει.

Όταν σου πέφτει κάτι από την τσάντα και είναι ή ταμπόν ή ο ληγμένος λογαριασμός της ΔΕΗ
Σε κάθε περίπτωση, θέλεις να φωνάξεις «δεν είναι αυτό που νομίζεις» – αλλά είναι ακριβώς αυτό που νομίζει.

Όταν γελάς λίγο παραπάνω με το story κάποιου που σε έχει αγνοήσει για εβδομάδες
Και νιώθεις ότι μόλις υπέγραψες συμβόλαιο αυτοταπείνωσης. Παιδιά, συγγνώμη, είχε χιούμορ. Δεν θα ξαναγίνει.

Όταν επιμένεις να σπρώχνεις την πόρτα που λέει έλξατε
Είναι αυτό τα 0.3 του δευτερόλεπτου που νιώθεις ο πιο άχρηστος άνθρωπος της πόλης. Και μετά κοιτάς γύρω με ύφος «το τεστάρω απλώς για ερευνητικούς λόγους».

Όταν ανεβάζεις σε strory video με ήχο που δεν πρέπει 
Το story παίζει. Το όνομα του πρώην στο background. Ή της δουλειάς σου. Όχι, δεν υπάρχει delete fast enough.

Όταν χτυπάει το κινητό και το ringtone σου είναι ακόμη… Lambada 
Εντάξει, ξέχασες να το αλλάξεις από το 1992.

Όταν κάνεις προβολή οθόνης σε meeting και φαίνεται ο φάκελος «Yλικό ντροπής»
Και δεν προλαβαίνεις να πεις “πλάκα είναι ρε παιδιά” γιατί κανείς δεν γελάει.

Όταν σε ρωτάνε τι μουσική ακούς και δεν μπορείς να απαντήσεις “ό,τι βάλει το TikTok”
Οπότε λες ψέματα. Λες “indie rock με soul επιρροές”. Ενώ πριν λίγο χόρευες «Κατερινάκι μου γλυκό».

Όταν γράφεις άρθρο γι’ αυτά και νιώθεις ότι ίσως όντως σε νοιάζουν λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε
Το είπαμε αυτό ή το σβήνουμε στο edit;

Όταν φοράς μίνι στα 45
Και κάποιος σε κοιτάει με εκείνο το βλέμμα που υπονοεί πως «δεν είναι για την ηλικία σου». Νιώθεις ότι πρέπει να εξηγήσεις τι σε έπιασε. Δεν πρέπει.

Όταν είσαι η μόνη που δεν έχει δει The Bear
Ούτε έχεις κανονίσει να το δεις. Αλλά προσποιείσαι ότι “μόλις το ξεκίνησες”.

Όταν απαντάς σε λάθος group chat
Και το μήνυμα ήταν: «Βαριέμαι αφόρητα να πάω σινεμά με τη Μαρία». Σηκώνεσαι. Φεύγεις. Αλλάζεις χώρα, μαλλιά, όνομα.

Όταν ανοίγεις Instagram σε δημόσιο χώρο και ο αλγόριθμος παίζει κάτι… άβολο

Ήθελες να χαζέψεις reels και ξαφνικά παίζει ήχος από κάποια influencer που ουρλιάζει «ΕΓΩ ΠΡΩΤΗ ΕΦΕΡΑ ΤΟ FACIAL SPRAY». Κι εσύ ψάχνεις τρόπο να πατήσεις mute με το βλέμμα.

Τελικά, όλα αυτά είναι σαν το να περπατάς με ψίχουλα στη μπλούζα. Κανείς δεν νοιάζεται. Μόνο εσύ. Οπότε μήπως να χαλαρώσουμε λίγο; Μήπως να αφήσουμε τα ακουστικά να παίζουν ό,τι θέλουν; Μήπως να νιώσουμε την ντροπή και να την περάσουμε σαν τραγούδι που παίζει στο shuffle;