Αν έχεις ακολουθήσει ποτέ κάποιο πρόγραμμα απώλειας βάρους, σίγουρα θα έχεις παρατηρήσει κάποιες μικρές (μικρές;) διαφορές ανάμεσα στον τρόπο που ορίζεται επίσημα η μία μερίδα, και στον τρόπο που θα την όριζες εσύ.

Τελικά μία μερίδα ζυμαρικά δεν είναι το γνωστό σου ένα πιάτο αλλά μόλις 30γρ άβραστου προϊόντος. Η “μία χούφτα αμύγδαλα” είναι τελικά 10 αμύγδαλα που δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 23γρ. Μισό αβοκάντο is already too much, μιας και μόλις το ένα τέταρτο αυτού θα έπρεπε να αρκεί.

Μία μπανάνα δεν ισοδυναμεί με ένα αλλά με δύο φρούτα. Και σίγουρα, ο ανάμικτος φυσικός χυμός που θεωρούσες δυναμίτη υγείας (won’t argue against that) δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το μισό ποτήρι, και ακόμη και αυτό με μέτρο. Και κάπου εκεί είναι που αποθαρρύνεσαι, νιώθοντας ότι τα πράγματα είναι τελικά πολύ πιο δύσκολα από ό,τι περίμενες.

Ή μήπως δεν χρειάζεται να γινόμαστε τόσο αυστηροί όταν μιλάμε για μερίδες;

Το να τρώμε πέρα από το προτεινόμενο μέγεθος μερίδας δεν σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με εμάς ή ότι είμαστε λαίμαργοι (ακόμη και αυτό είναι οκ, by the way). Και φυσικά δεν χρειάζεται να αισθανόμαστε ένοχοι ή να ντρεπόμαστε που καταναλώνουμε περισσότερο.

Σύμφωνα με την προπονήτρια Sohee Lee, “Οι “συνιστώμενες μερίδες” όπως λέμε, δεν σε γνωρίζουν προσωπικά! Δεν ξέρουν τις προσωπικές σου ενεργειακές ανάγκες, τη βιολογία σου, τον τρόπο ζωής σου, κτλ. Και κάπως έτσι μπορεί να γίνουν η αιτία να μην χορταίνεις μετά από κάθε γεύμα”.

Μήπως όμως αυτός ο εφησυχασμός αρκεί για να γίνει αιτία να τρώμε όλοι παραπάνω;

Η λύση σύμφωνα με τη Lee δεν είναι άλλη από το να παρατηρούμε πιο προσεκτικά τα σημάδια που μας δίνει το σώμα μας, και βάσει αυτών να προχωράμε σε πιο συνειδητοποιημένες επιλογές αναφορικά με τη λήψη τροφής μέσα στη μέρα.

Πώς προέκυψε ο ορισμός της κάθε μερίδας

Βάσει των παραπάνω, εύλογα γεννιέται η απορία αναφορικά με το νόημα που έχουν οι προτεινόμενες μερίδες, τη στιγμή που μπορούμε απλά να παρακάμψουμε αυτές τις συστάσεις.

“Τα μεγέθη μερίδας βασίζονται γενικά στο πόση ποσότητα καταναλώνουν συνήθως οι άνθρωποι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Τα δεδομένα αυτά συνήθως προκύπτουν από εθνικές έρευνες διατροφής και υγείας”, λέει η διαιτολόγος Tai Ibitoye.

Προς το παρόν, είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι τα παραπάνω “δεν προορίζονται ως σύσταση για το πόσο πραγματικά πρέπει να τρώμε ή να πίνουμε, μιας και αυτό διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο”. Η ηλικία, το βάρος, η υγεία, ο τρόπος ζωής καθώς και άλλους παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν προτού προχωρήσουμε σε κάποια σύσταση.

Ετικέτες προϊόντων, μερίδες και διατροφική αξία

Όλα, συνεπώς, συνηγορούν στο ότι το τι και πόσο τρώει ο καθένας είναι πολύ προσωπική υπόθεση. Και φυσικά, όπως είπαμε, τα κριτήρια για την επιλογή μερίδων εξατομικεύονται.

Τι ισχύει όμως αναφορικά με τη σύσταση που μας παροτρύνει να ελέγχουμε τις ετικέτες τροφίμων στο σούπερ μάρκετ; Παραμένει μια καλή ιδέα ή μήπως κι εδώ υπάρχουν παγίδες;

Ο Dr Dee Bhakta, λέκτορας στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, εφιστά την προσοχή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πληροφορία που μας παρέχουν οι ετικέτες τροφίμων, μιας και πολλά δεδομένα είναι πολύ εύκολο να παρερμηνευθούν. “Είναι παραπλανητικό και αρκεί για να προκαλέσει σύγχυση όταν λένε ότι ένα προϊόν είναι χαμηλό σε ζάχαρη ή θερμίδες ή ούτω καθεξής. Δυστυχώς πολλές φορές αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στο γεγονός ότι το μέγεθος της μερίδας πάνω στο οποίο έχουν γίνει αυτοί οι υπολογισμοί είναι πολύ μικρότερο από το ολόκληρο τρόφιμο“.

Ή, θα προσθέσω εγώ, από τη μερίδα που θα σου έβγαινε αυτομάτως να καταναλώσεις, βάσει του πως είχες μάθει να κινείσαι ως τώρα.

Λένε ότι ένα προϊόν είναι χαμηλό σε ζάχαρη ή θερμίδες ή αλλά πολλές φορές αυτό συμβαίνει επειδή ο κατασκευαστής αναφέρεται σε πολύ μικρό μέγεθος μερίδες από αυτό θα κατανάλωνες

Συνεπώς πώς πρέπει να υπολογίζουμε τις μερίδες;

Σαφώς και η ασφαλέστερη λύση είναι να επισκεφθούμε έναν διαιτολόγο, ο οποίος βάσει του ιστορικού μας θα μας κατευθύνει ως προς το τι και πόσο. Μια άλλη λύση είναι να προμηθευτούμε μια ζυγαριά, να ζυγίζουμε τα τρόφιμα και βάσει του βάρους τους και των αναγραφόμενων στην ετικέτα πληροφοριών, να υπολογίζουμε με ακρίβεια  τι ακριβώς περιέχουν. Και σαφώς μπορούμε να αγνοήσουμε όλα τα παραπάνω και απλά να τρώμε intuitively. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζουμε πολύ καλά ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες μας, ώστε να αποφύγουμε πχ. υπερφαγικά επεισόδια λόγω ψυχολογικών διακυμάνσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο σίγουρος τρόπος να γνωρίζεις τι συστατικά εισάγονται στον οργανισμό σου, είναι η ζυγαριά, οι ετικέτες και τα μαθηματικά. Ο καλύτερος όμως σύμβουλος παραμένει ο διαιτολόγος σου. Και φυσικά, η ιδανική συνθήκη είναι να κάνεις κτήμα σου και να εφαρμόζεις επιτυχημένα την πρακτική του intuitive eating. Χωρίς ενοχές, χωρίς υπερβολές και πάντα έχοντας υπόψιν ότι οι ανάγκες των ανθρώπων διαφέρουν και όσο μπορείς να διατηρείς το σώμα σου σε καλή υγεία θρέψη, όλα τα υπόλοιπα θα πάνε καλά.