Στις αρχές του 2017, τέθηκε σε ισχύ στην Γαλλία ένας νόμος σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα που προσπάθησε να διατηρήσει το λεγόμενο δικαίωμα αποσύνδεσης. Οι εταιρείες λοιπόν με πενήντα ή περισσότερους υπαλλήλους ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματευτούν συγκεκριμένες πολιτικές σχετικά με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μετά τις ώρες εργασίας, με στόχο τη μείωση του χρόνου που αφιέρωσαν οι εργαζόμενοι στα e-mails τους το βράδυ ή τα Σαββατοκύριακα. Ο Myriam El Khomri, ο τότε υπουργός Εργασίας, δικαιολόγησε τον νέο νόμο ως ένα απαραίτητο βήμα για τη μείωση, του εργασιακού burnout, δηλαδή της εξάντλησης. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά αναδεικνύει ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Το οποίο πρόβλημα όμως όσο περνάει ο καιρός γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.

Και το πρόβλημα είναι πως το email μας, μας κάνει δυστυχισμένους.

Για να μελετήσει τα αποτελέσματα του e-mail μας, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια συνέδεσε σαράντα υπαλλήλους γραφείου με ασύρματα μόνιτορ που μετρούσαν τους καρδιακού παλμούς τους για περίπου δώδεκα ημέρες. Κατέγραψαν έτσι τη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού των ατόμων, το οποίο είναι μια κοινή τεχνική για τη μέτρηση του ψυχικού στρες. Παρακολούθησαν επίσης τη χρήση του υπολογιστή των εργαζομένων, η οποία τους επέτρεψε να συσχετίσουν το κατά πόσο συσχετίζεται ο έλεγχος των emails με τα επίπεδα άγχους. Αυτό που βρήκαν δεν εξέπληξε τους ερευνητές. ”Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύεις σε ένα email σε μια δεδομένη ώρα τόσο υψηλότερο είναι το άγχος του ατόμου” είπαν.

Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές τοποθέτησαν θερμικές κάμερες πίσω από την οθόνη του υπολογιστή κάθε ατόμου, επιτρέποντάς τους να μετρήσουν το εάν κοκκίνιζε το πρόσωπό του, κάτι που υποδηλώνει ψυχολογική δυσφορία. Ανακάλυψαν ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα που τους έκαναν στην πραγματικότητα πιο αγχωμένους ήταν αυτά που περιείχαν λέξεις που εξέφραζαν θυμό.

Τί έχουν να μας πούνε και οι Σουηδοί;

Και άλλοι ερευνητές όμως έχουν βρει παρόμοιες συνδέσεις μεταξύ email και δυστυχίας. Μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2019, εξέτασε τις μακροπρόθεσμες μεταβολές στην υγεία μιας ομάδας περίπου πέντε χιλιάδων Σουηδών εργαζομένων. Διαπίστωσαν ότι η επανειλημμένη έκθεση στην ανάγκη μας να είμαστε συνεχώς συνδεδεμένοι συσχετίστηκε με «μη βέλτιστα» αποτελέσματα στην υγεία. Αυτά τα αποτελέσματα παρέμειναν αμετάβλητα και μετά την προσαρμογή των στατιστικών στοιχείων σε άλλους παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, τον δείκτη μάζας σώματος, την εργασιακή πίεση.

Φυσικά, δεν χρειαζόμαστε στατιστικά δεδομένα για να δούμε κάτι που πολλοί από εμάς νιώθουμε διαισθητικά.

Όταν το πρώτο πράγμα που κάνεις το πρωί, πριν ακόμα φας πρωινό, είναι να κοιτάξεις για νέα emails, όταν πριν κλείσεις τα μάτια σου το βράδυ κάνεις την ίδια κίνηση, τότε ξέρεις. Όταν παραλείπεις ή διακόπτεις γεύματα για να απαντήσεις σε κάτι ”πολύ σημαντικό”, τότε ξέρεις. Όταν διαβάζεις ένα επαγγελματικό email και το στομάχι σου πονάει, όταν συντάσσεις την απάντηση και ακόμα το νιώθεις, επίσης ξέρεις.

Ξέρεις πως όσο και να μας έχεις βοηθήσει αυτού του είδους η επικοινωνία, πολλές φορές της δίνουμε τη δύναμη να αποφασίζει τί ώρα θα φάμε, θα κοιμηθούμε, θα ξυπνήσουμε. Της δίνουμε τη δύναμη να εξουσιάζει την καθημερινότητά μας, και τελικά τη ζωή μας.

Και ίσως αυτό πρέπει πια να αλλάξει.

Μέρος του άρθρου δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό The New Yorker.

featured photo: @titovailona