Το να είσαι πολίτης –και δη νέος/α– με ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2022, συνεπάγεται ένα βαρύ κι ασήκωτο συναισθηματικό συνονθύλευμα: Οργή, απογοήτευση και μια αναιτιολόγητη αισιοδοξία ότι κάποια στιγμή θα έρθει το τέλος της «πτώσης» και θα ξαναπάρουμε τα πάνω μας.

Το καλό νέο είναι ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Το κακό νέο, είναι ότι δεν φαίνεται να είμαστε καν στην αρχή του τέλους. Κι αυτό, γιατί το τέλος έρχεται χέρι-χέρι με την ευθύνη και όσα αυτή συνεπάγεται.

Με μια σύντομη ανασκόπηση στα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η έννοια της ευθύνης, όταν αυτή αφορά α’ ενικό ή πληθυντικό δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής.

Μια έντονη κακοκαιρία παρέλυσε την πρωτεύουσα της χώρας.

Την ίδια ώρα ο ανεπαρκής επιχειρησιακός σχεδιασμός είχε ως αποτέλεσμα να εκτεθούν σε κίνδυνο χιλιάδες άνθρωποι. Λίγες μέρες αργότερα, όλη η Ελλάδα θα παρακολουθούσε αναχρονιστικά βίντεο που προωθούν την «προγεννητική αγωγή» και υποστηρίζουν με φαιδρά στοιχεία πως «η ζωή του βρέφους αρχίζει με τη σύλληψη». «Γνώσεις» και θεωρίες που τελικοί αποδέκτες τους θα ήταν μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου. Οι ζημιές που άφησε πίσω της η «Ελπίδα» σταδιακά αποκαθίστανται και τα βίντεο ανακλήθηκαν μετά τις έντονες αντιδράσεις που ξέσπασαν.

Θα ήταν αυθαίρετη και ανεδαφική η οποιαδήποτε μεταξύ τους σύγκριση. Έχουν όμως δύο κοινά που τα συνδέει με αντίστοιχα γεγονότα του παρελθόντος: τα λάθη που έγιναν και την ευθύνη που κανείς δεν ανέλαβε για αυτά τελικά.

Τα τελευταία δύο χρόνια μας έχει βαρύνει αρκετά η έννοια της ευθύνης. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, σε ατομικό επίπεδο. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για την υποχρέωση που έχει κάποιος/α, και απορρέει συνήθως από μια θέση ευθύνης ή ιδιότητα, να εκπληρώσει ένα καθήκον ή και να λογοδοτήσει για όσα έπραξε.

Το πρόβλημα εν προκειμένω είναι το εξής: ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη, πολλώ μάλλον δε όταν αυτή είναι πολιτικής φύσεως. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν έχει αποδειχθεί ικανός να θέσει τα σωστά πρόσωπα ενώπιον των ευθυνών τους. Η μη ανάληψη της όποιας ευθύνης για όσα έγιναν ή παραλείφθηκαν δημιουργεί ένα κενό τεράστιο που εντείνει το αίσθημα δυσπιστίας (και απαισιοδοξίας για το τι μέλλει γενέσθαι). Αλλά ακόμη και στις περιπτώσεις που στο παρελθόν υπήρξαν εξαιρέσεις στον κανόνα, στη συνέχεια ακολούθησε σιωπή και απραξία. Ελάχιστα έως τίποτα άλλαξαν πρακτικά και ουσιαστικά.

Αυτό που, αντιθέτως, αλλάζει σταδιακά αλλά δραστικά είναι η κοινωνία των πολιτών. Το κομμάτι εκείνο που αποφάσισε πως θα αξιοποιήσει όσα μέσα τού παρέχονται για να ασκήσει πίεση, να ανατρέψει ειλημμένες αποφάσεις και να ζητήσει εκσυγχρονισμό και απόδοση δικαιοσύνης.

Δεν είναι εύκολα αιτήματα, ούτε η αλλαγή αυτή έχει σταθερούς ρυθμούς και ειλικρίνεια πάντοτε. Αλλά είναι ένα βήμα προς την αρχή του τέλους. Με την ελπίδα στην πορεία να μην αποδειχθούμε κι εμείς ευθυνόφοβοι.