Ο τοίχος στην απέναντι γωνία έγραφε “Κίμωλό μου, παράδεισό μου”. Έφαγα corn flakes με γάλα και έτρεξα να το βγάλω φωτογραφία. Το δωμάτιο ήταν στην πιο όμορφη γειτονιά του χωριού. Έτσι ονομάζεται η χώρα της Κίμωλου.

Α! Ξέχασα να πω ότι στο καράβι είχα συναντήσει τον καθηγητή των αγγλικών. Είχαν περάσει περίπου 10 χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Μου θύμισε όλα τα τραγούδια που είχαμε μεταφράσει προκειμένου να θυμάμαι το λεξιλόγιο που έπρεπε να μάθω.

Δεν έχω καθόλου καλή μνήμη, γι’ αυτό από όσα γράφω να κρατάτε μερικά. Εκείνος, ο Δημοσθένης (έτσι ονομάζονταν ο δάσκαλος των αγγλικών), θα πήγαινε στη Σίκινο. Το επόμενο νησί από εμάς. Περάσαμε τη Μήλο και τη Σίφνο και μετά από ταξίδι εφτά ωρών, είχε έρθει η σειρά μας να κατέβουμε από το καράβι.

Έλεγα λοιπόν, ότι στην Κίμωλο, μέναμε στην γειτονιά του Φώτη, την πιο όμορφη του χωριού. Φρεσκοασβεστωμένα πλακόστρωτα σοκάκια, ένα παλιό κίτρινο θρανίο με καρέκλα, ένα αριθμητήρι το αμαξάκι του Mr Bean και πολλά βιβλία στόλιζαν την γειτονιά.

Μια γιαγιά καθόταν στο απέναντι μπαλκόνι και μας καλωσόρισε. Λένε για τους κατοίκους του νησιού ότι είναι χαμογελαστοί, ευγενικοί και πάντα πρόθυμοι να σε βοηθήσουν- και είναι αλήθεια. Το δωμάτιο είχε μια παλιά νησιώτικη μπλε πόρτα, ξύλινο πάτωμα και ο καθρέπτης στα αριστερά ήταν διακοσμημένος με κοχύλια και αστερίες.

Δίπλα στο σπίτι που θα περνούσαμε τις μέρες μας στην Κίμωλο, είχε μια μικρή βιβλιοθήκη και μια πεζούλα, που από πάνω της κρέμονταν βιβλία δεμένα με σπάγκους. Στην Κίμωλο έχει βιβλία παντού, δεν χρειάζεται να κουβαλήσει κανείς τα δικά του από την Αθήνα. Καθίσαμε και τα είδαμε, ένα προς ένα και επιλέξαμε εκείνο που θα μας συντρόφευε στο νησί.

Ο κύριος Μανώλης οδηγούσε το βανάκι που μας πήγαινε κάθε μέρα στις παραλίες. Τα Πράσα είναι η πιο όμορφη παραλία του νησιού. Λευκό τοπίο, λευκή άμμος και τιρκουάζ νερά. Η καντίνα που υπάρχει εκεί, έπαιζε Jann Tiersen και έκανε την ανάγνωση όλων των τίτλων των βιβλίων ακόμα πιο ευχάριστη.

Στις παραλίες του νησιού, παλιές βάρκες, έχουν βαφτεί και ζωγραφιστεί με γοργόνες και έχουν γεμίσει βιβλία που ο καθένας μπορεί να δανειστεί. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, σε εκείνη την παραλία, ένιωσα ότι εκείνο το νησί ήταν για εμένα κάτι παραπάνω από ένα κυκλαδονήσι

Το βράδυ καθίσαμε και φάγαμε στο καφενείο Κυκλάδες. Δυο παιδιά έπαιζαν μουσική. Ενώ πέρασε καιρός από τότε, στα αυτιά μου ηχεί ακόμα ο στίχος “Τα καλοκαίρια μας μικρά και ατέλειωτοι οι χειμώνες”. Φύγαμε νωρίς εκείνο το βράδυ. Γυρίσαμε όμως στο καφενείο και άλλα βράδια, και τραγουδήσαμε και άλλα τραγούδια όλοι μαζί σαν να γνωριζόμασταν καιρό. Την τελευταία μέρα θυμάμαι, είχαμε τόσους πολλούς να χαιρετήσουμε με την υπόσχεση να γυρίσουμε πάλι στο νησί, το επόμενο καλοκαίρι. Είχαμε ήδη γνωρίσει το γιατρό, το δημοτικό σύμβουλο, τον ηλεκτρολόγο, το λιμενικό, το φούρναρη και τόσους άλλους.

Θυμάμαι κάθε βράδυ στο μπαλκόνι δίπλα από το καφενείο διέκρινα τη λυγερή μορφή μιας μεγάλης γυναίκας. Καθόταν πάντα εκεί, στο ίδιο μέρος με την πλάτη γυρισμένη, σε μια ξύλινη καρέκλα. “Είναι τυφλή, κάθεται έξω επειδή ζεσταίνεται”, μου είπε ο λιμενικός.

Πριν πάμε στον Δέκα, τα Ελληνικά και τα Μαυροσπήλια πήραμε από τον φούρνο μια λαδένια, μια κολοκυθένια και μια τυρένια. Η λαδένια είναι η παραδοσιακή πίτα του νησιού. Ζύμη από πίτσα, ντομάτα κρεμμύδι, θαλασσινή αφρίνα, ελαιόλαδο και πιπέρι

Καθίσαμε στην παραλία έως το ηλιοβασίλεμα το οποίο από τα Μαυροσπήλια είναι εντυπωσιακό. Στα Ελληνικά μπορεί κανείς με μάσκα, να δει τη βυθισμένη αρχαία πόλη και ίσως εάν σταθεί τυχερός, μπορεί να διακρίνει, τείχη, πηγάδια και κατόψεις.

Μετά την επίσκεψη στο αρχαιολογικό μουσείο, καθώς προχωρούσαμε στην πλατεία άκουσα την Μαρίκα να μου λέει: “Aυτό είναι για εσένα”. Είχε βγάλει από ένα μπαούλο με βιβλία το “Όφις και Κρίνο” του Καζαντζάκη. Άνοιξα μια σελίδα στην τύχη. “Αγάλια, αγάλια προχωρείς μες στην ψυχή μου με την περηφάνια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλή επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων.”

Ο Καρράς είναι προσβάσιμος από το χωριό με τα πόδια. Λευκά βράχια σχηματίζουν έναν όμορφο κόλπο με μερικά αλμυρίκια που απλόχερα προσφέρουν σκιά στους λιγοστούς λουόμενους. Κολυμπήσαμε, έως δίπλα και είδαμε τα Σύρματα όπου οι ψαράδες αποθηκεύουν το χειμώνα τις βάρκες τους. Πολύχρωμες πορτούλες η μία δίπλα στην άλλη, δημιουργούν μια παλέτα χρωμάτων. Στη μέση στέκεται ακίνητος ο ελέφαντας λαξευμένος από τον θεό Ποσειδώνα, με τη βοήθεια των κυμάτων και της αρμύρας.

Η Αλυκή, η Μπονάτσα, το Καλαμίτσι και ο Εννιάς είναι κάποιες από τις πανέμορφες και ήσυχες παραλίες του νησιού

Το βράδυ ανεβήκαμε στο κάστρο και είδαμε μια παλιά γαλλική ταινία. Τα τείχη φώτιζαν δάδες και κεριά και εμείς καθίσαμε σε πολύχρωμες κουρελούδες.

Τα απογεύματα τρώγαμε παγωτό στο Stavento και τα πρωινά αγοράζαμε νεκταρίνια από το μπακάλικο.

Η Κίμωλος είναι ανέγγιχτη, ευγενική και λόγια. Η Κίμωλος έχει ανεπιτήδευτα νόστιμο φαγητό, πολλά βιβλία και ωραίες μουσικές.

Ο Καζαντζάκης βγαίνει μέσα από το βιβλίο που τώρα μυρίζει αρμύρα.

Όταν φεύγει και πιάνω να ζωγραφίσω, κάτι αλλόκοτες κι εξωτικές γραμμές ξεφεύγουν από το χέρι μου, κάποιες ακόλαστες ενώσεις λευκοτήτων και σκιών και παραληρήματα χρωμάτων. Θάλασσες κι ασάλευτες, νέφαλα μ’αλλόκοτο σχήμα, που τρέχουνε στον ουρανό και κατεβαίνουν στον ορίζοντα και σκοτεινιάζουν παράξενους, μεγάλους ήλιους που βασιλεύουν…
Δες ακόμα:

15 Instagram στιγμές στην Κίμωλο