Λίγες ημέρες πριν από την Κυριακή του Πάσχα, αλλά και τις  Κυριακές του καλοκαιριού που περιμένουμε με ανυπομονησία γιατί έχουν άλλη αξία, αναρωτήθηκα πόσο όμορφα ίδια, αλλά και νοσταλγικά διαφορετική είναι κάθε χρονιά αυτή η ημέρα για εμένα. Οικογενειακή, στην εξοχή, με φίλους και πολλή αγάπη. Και μετά σκέφτηκα πόσο έχουν αλλάξει γενικώς οι Κυριακές μου στο πέρασμα των χρόνων, συνειδητοποιώντας πως θα μπορούσα να τις χωρίσω σε τρεις “εποχές” της ζωής μου.

Οι σχολικές

Το σχολείο το αγαπούσα πολύ και σήμερα αυτή η αγάπη έχει εξελιχθεί σε ανάγκη για συνεχή μάθηση και εξέλιξη. Έτσι, ενώ τα περισσότερα παιδάκια θλίβονταν όταν ερχόταν η Κυριακή λόγω της επιστροφής στα μαθήματα, εγώ χαιρόμουν! Θυμάμαι, να θέλω να έχω τελειώσει μέχρι τις 6 το απόγευμα το διάβασμα και όλες τις ασκήσεις μου, ώστε να έχω χρόνο για λίγο ακόμη παιχνίδι ή ταινία, και μετά να ετοιμάσω την τσάντα και τα ρούχα μου για τη Δευτέρα. Συχνά επίσης, οι Κυριακές περιελάμβαναν οικογενειακές βόλτες ή φαγητό με τη γιαγιά και τον παππού, ενώ περνώντας οι σχολικές τάξεις, είχαν το επιπρόσθετο φορτίο της προετοιμασίας για διαγωνίσματα που ομολογουμένως, τις μετέτρεπαν από ξέγνοιαστες σε αρκετά ζόρικες.

Οι φοιτητικές

Το να είσαι φοιτήτρια στο τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας του ΟΠΑ (πρώην ΑΣΟΕΕ), αυτόματα σημαίνει πως οι ώρες σου εκτός παρακολούθησης θα γεμίσουν κατά πολύ με συναντήσεις για ομαδικές εργασίες. Ακόμα και οι Κυριακές. Για να είμαι όμως ειλικρινής, αρκετές από εκείνες τις Κυριακές ξημέρωναν σε σπίτια φίλων μετά από νυχτερινή έξοδο και ξεφάντωμα, και γενικά είχαν αυτή την αίσθηση της γλυκιάς (έως βαριάς και ασήκωτης) ζάλης μέχρι το απόγευμα, για να φύγουν χωρίς καν να το καταλάβω. Ήξερα όμως από μικρή πως είχαν σημείο αναφοράς το οικογενειακό τραπέζι,  κάτι που αποζητούσα και αποζητώ πάντοτε με χαρά. Κάπως σαν να μου δίνει την αίσθηση πως και ο κόσμος τούμπα να γυρίσει η οικογένειά μου θα είναι εκεί, την Κυριακή, για να φάμε όλοι μαζί. Είναι η σταθερή αξία που απλώς αλλάζει μορφές, αλλά ποτέ δεν παύει να υπάρχει και τελικά ίσως να είναι και το μόνο που μένει αναλλοίωτο στο χρόνο.

Οι Κυριακές πριν τη δουλειά

Το για πότε σκέφτεσαι “Thanks God is Friday/Funday/Friyay” και για πότε έχει πάει 5 η ώρα το απόγευμα της Κυριακής και είσαι σαν βρεγμένο γατί, δεν ξέρω ποιος επιστημονικός κλάδος μπορεί να το εξηγήσει. Μάλλον πολλοί μαζί, γιατί παιδιά το θέμα είναι αγκάθι. Παρόλο όμως που προσωπικά έχω μια πολύ αισιόδοξη στάση απέναντι στη Δευτέρα, (δηλαδή πιο δύσκολη μου φαίνεται η Τρίτη, όσο περίεργο κι αν ακούγεται), συνδυάζοντας στο μυαλό μου πως σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εβδομάδας, μιας νέας αρχής, δουλεύοντας, οι Κυριακές μου έχουν πλέον αυτό το αίσθημα του “θέλω κι άλλο”. Για εμένα το στενάχωρο δεν είναι το “πωω ποιος πάει στη δουλειά”, όσο το “πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, δεν πρόλαβα τίποτα να κάνω, ούτε να ξεκουραστώ, ούτε να χαρώ τους δικούς μου ανθρώπους όσο ήθελα!:. Δεν ξέρω αν έχω μπλεχτεί στην απάτη του “δεν μου φτάνει το 24ωρο” ή”μακάρι να είχε η μέρα καμιά 30αριά ώρες, τουλάχιστον”, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνω και τόσο καλό time management του ελεύθερου χρόνου μου πάνω στον ενθουσιασμό μου να μην αφήσω λεπτό να πάει χαμένο. Γνωρίζω όμως πως αυτό το συναίσθημα δεν το είχα ούτε στα 10 μου, ούτε στα 20 μου, και αν έπρεπε να διαλέξω σίγουρα δεν θα το προτιμούσα.

Όπως και να έχει, η Κυριακή θα είναι πάντα Κυριακή. Ακόμα κι αν δεν είναι όπως θα θέλαμε ιδανικά να είναι, ακόμη κι αν έχει αλλάξει στο πέρασμα όχι μόνο των δικών μας χρόνων, αλλά και στο πέρασμα των καιρών, αξίζει να τη χαιρόμαστε! Να τη χαιρόμαστε ακόμη και για το συμβολικό χαρακτήρα που τείνει να αποκτά, ως ευκαιρία να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, να χουζουρέψουμε, να έρθουμε πιο κοντά με τους ανθρώπους που αγαπάμε, αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό.