Να ξεφοντάρουμε.

Να βγούμε από το φόντο και να φανούμε.

Καλύτερα, πιο έντονα.

Να βγούμε από το φόντο που μας καλύπτει και μας κάνει να φαινόμαστε ένα με αυτό.

Που μας κάνει να μην φαινόμαστε καθαρά παρά να φαινόμαστε, αχνά, θολά, ξεθωριασμένα, άτονα.

Να ξεχωρίσουμε από το φόντο που μας κάνει να φαινόμαστε ένα με αυτό σαν να μας έχει καταπιεί.

Να ξεχωρίσουμε από το “ένα” που δεν κάνει το δικό μας “ένα” να φαίνεται.

Να βρούμε χρώματα δικά μας διαφορετικά από τα χρώματα που έχει το φόντο και που παρόλο που είμαστε μπροστά από αυτό φαινόμαστε ένα με αυτό.

Να ξεφοντάρουμε.

Να διακρινόμαστε.

Αυτοί που είμαστε.

Όπως είμαστε.

Να ξεκολλήσουμε από αυτό που μας έκανε τόσο ένα με αυτό που τελικά μας απορρόφησε.

Εμάς, τα χρώματα μας, την λάμψη μας.

Να ξεφοντάρουμε.

Να βρούμε το φόντο εκείνο που θα είναι πίσω μας, δίπλα μας, μπροστά μας χωρίς να μας καταπίνει.