Υπάρχει μια στιγμή σε κάποιες βραδινές εξόδους. Όχι μόλις έχεις φτάσει, ούτε όσο περνάς καλά, αλλά λίγο μετά. Όταν τα παγάκια στο κοκτέιλ έχουν λιώσει, το ίδιο αστείο ξαναλέγεται για τρίτη φορά και κάποιο βλέμμα απέναντι σου θυμίζει “πρέπει να μείνουμε λίγο ακόμα για να μην είμαστε αγενείς”.
Κάπου εκεί, εγώ σηκώνομαι και φεύγω. Χωρίς δράμα, χωρίς δηλώσεις. Απλώς, φεύγω νωρίς. Από το πάρτι, από την παρέα, από τη συζήτηση που δεν μου κάνει πια.
Το social battery έχει συγκεκριμένα αποθέματα
“Το social μου battery πεθαίνει γύρω στις 22:17” λέω στη φίλη μου την Κατερίνα στο τηλέφωνο όταν της λέω για το άρθρο που ετοιμάζω. >Δεν ξέρω αν φταίει η ηλικία, η ψυχοθεραπεία ή η εποχή, αλλά αυτό το “μείνε λίγο ακόμα” δεν μου κάθεται πάντα καλά. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως το να αποχωρείς δεν είναι αδυναμία αλλά ένστικτο. Κι αυτό το ένστικτο ξυπνάει συνήθως όταν δεν νιώθουμε πια ασφαλής, γειωμένοι ή… τέλος πάντων δεν ενδιαφερόμαστε πια. Ξυπνάει όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να μετράει πόση ώρα ακόμη πρέπει να προσποιηθούμε.
Δεν έχουμε όλοι τα ίδια αποθέματα για ήχους, αγγίγματα, ερωτήσεις του τύπου “πού χάθηκες;” και κυρίως για τα κανονίσματα ”για καφέ” που δεν συμβαίνουν ποτέ. Και δεν είναι ότι δεν αγαπάμε αυτούς τους ανθρώπους. Απλά μάθαμε να αγαπάμε μαζί μ αυτούς και τις ανάγκες μας.
“Δεν έχω πια ενοχές όταν αφήνω τα πάντα στη μέση. Τη σειρά στο Netflix, μία συζήτηση χωρίς νόημα, το ραντεβού που “θα έβλεπα πού θα πάει”, μου λέει η Κατερίνα. “Αν δεν μου κάνει καλό, δεν το συνεχίζω. Κι αν χρειάζεται να δώσω εξηγήσεις για αυτό, τότε πιθανότατα δεν είμαι στο σωστό τραπέζι.”
Το “φεύγω νωρίς” δεν είναι άρνηση, είναι φροντίδα
Για χρόνια έλεγα ναι σε όλα. Από φόβο μήπως χάσω κάτι, μήπως απογοητεύσω, μήπως θεωρηθώ ιδιότροπη. Φεύγω από εκεί που δεν νιώθω πια τον εαυτό μου. Και κάπως έτσι, τον βρίσκω πιο καθαρά.
Eντάξει, ακόμα λέω ναι μερικές φορές, γιατί κάποιους τους αγαπάω τόσο που προτιμώ να πιέσω λίγο τον εαυτό μου, και μερικές φορές αρκεί να ξέρω τη γεύση της τούρτας για να σου πω ναι. Καραμέλα είναι ναι, σοκολάτα είναι ”θα δω αν θα μπορέσω τελικά.”
”Φίλε, σου χρωστάω την παρουσία μου;” αναρωτιέται με προσποιητή εξαλλοσύνη η Κατερίνα. Κάτι που κανείς από εμάς δεν άκουσε αρκετά: δεν χρωστάς να είσαι εκεί, αν εσύ δεν θέλεις να είσαι εκεί. Ούτε από ευγένεια, ούτε για το “να μην παρεξηγηθεί”, ούτε επειδή “κάποτε κάναμε παρέα”. Κάθε φορά που μένεις ενώ ήθελες να φύγεις, κάποια μικρή σου ανάγκη παύει να ακούγεται. Και κάθε φορά που ακούς αυτή την ανάγκη και την τιμάς, κάτι μέσα σου κάνει reset. Αυτό δεν είναι δικό μου, μου το είπε η ψυχολόγος μου. Είναι απόλαυση, όπως όταν βγάζεις το σουτιέν, τα παπούτσια που σε σφίγγουν ή πίνεις ένα μεγάλο ποτήρι νερό ενώ διψάς πολύ.
“Εγώ φεύγω”, χωρίς ενοχές
Δεν θα σου πω να το κάνεις όπως εγώ. Αλλά αν πιάνεις κι εσύ τον εαυτό σου να βαριέται λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι παλιά, αν οι λέξεις “socially drained” σου κάνουν πια νόημα, αν το FOMO μετατράπηκε σε JOMO (Joy of Missing Out), τότε ίσως καταλαβαινόμαστε. Και την επόμενη φορά που κάτι θα σε τραβήξει να φύγεις ενώ μέσα σου έχεις ήδη φύγει, θυμήσου: Το να φεύγεις νωρίς δεν είναι άρνηση στους φίλους σου ή στη ζωή. Είναι ναι στον εαυτό σου.
ΥΓ. Να θυμηθώ να κάνω tag όλους τους φίλους και την αδερφή μου που θύμωσαν επειδή έφυγα νωρίς από την εκδήλωση, τον γάμο, το πάρτυ. Μερικές φορές χωρίς καν να τους ειδοποιήσω. Θέλω να ξέρουν ότι απλά πήγα και πήρα εφημερίδα, φρούτα και πατατάκια και πήγα χαρούμενη σπίτι.