Η Ελευθερία είναι μία κυρία κοντά στα 70, ευχαριστημένη από τη ζωή της, όπως λέει και η ίδια ”σε γενικές γραμμές η ζωή της φέρθηκε καλά”. Μεγάλωσε σε ένα χωριό της Λακωνίας, διαβάζοντας, με όνειρο να γίνει δασκάλα. Την εποχή που η Λάσκαρη φορούσε κόκκινα μίνι και η Αθήνα έσφυζε από τέντιμπόιδες η Ελευθερία έκλεινε τα 18 της,  φορούσε μακριές φούστες και έκανε τα μαλλιά της σφιχτούς κότσους. Παντρεύτηκε στα 19 της, έναν άντρα από ένα διπλανό χωριό ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από το Μόναχο που δοκίμασε για λίγα χρόνια τη τύχη του. Εκείνος επέστρεψε στο χωριό, να ασχοληθεί με τα κτήματα και να κάνει οικογένεια. Θυμόταν την Ελευθερία μικρή, τη ζήτησε από τον πατέρα της και εκείνη το έμαθε τρεις Κυριακές νωρίτερα από τη μέρα του γάμου.

Δεν ήταν ότι δεν έζησε μία όμορφη ζωή η Ελευθερία. Είχε πολύ αγάπη στο σπίτι της, έκανε τρία παιδιά μέχρι τα 25 της αλλά στα 35 της έμεινε χήρα. Η Ελευθερία με τους σφικτούς κότσους στα τέλη του ’80 αποφάσισε να μεγαλώσει τα παιδιά της μακριά από τη σκληρή κοινωνία της επαρχίας. Ετοίμασε μερικές βαλίτσες και βρέθηκε στην πρωτεύουσα να οργανώνει ένα νέο σπίτι για την οικογένεια της.

Η Ελευθερία βρήκε δουλειά ως πωλήτρια στο μαγαζί του θείου της, χρόνια πέρασαν, τα παιδιά προχώρησαν με τη δική τους ζωή και το σπίτι άδειασε. Την ίδια εποχή με τη συνταξιοδότησή της. Τα πρώτα χρόνια το απόλαυσε. Ξεκίνησε να διαβάζει πάλι τους αγαπημένους της κλασικούς, να πηγαίνει θέατρο με τις παλιές της συναδέρφους, έβαλε στη ρουτίνα της ένα κομμωτήριο κάθε Σάββατο που τόσο το είχε στερηθεί τόσα χρόνια.

Η Ελευθερία άκουσε για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο στο μανάβικο του κυρίου Στέλιου όταν είδε στον πάγκο του ταμείου ένα πάκο με βιβλία. “Τι διαβάζεις;” τον ρώτησε. “Φιλοσοφία” της είπε. “Στα γεράματα φοιτητής. Μεγάλωσα μόνος μου τα παιδιά μου, εκείνα έχουν πια τα δικά τους παιδιά. Από τότε που έμεινα χήρος δεν ασχολήθηκα με τον εαυτό μου. Τώρα φοιτητής. Κι αν χρειαστεί και πενταήμερη θα πάω”. Και γέλασαν. Συγκρατημένα αλλά γέλασαν.

Η ιδέα του Πανεπιστημίου και των βιβλίων φιλοσοφίας στο πάγκο του κυρίου Στέλιου τριγύριζαν στο κεφάλι της Ελευθερίας τις επόμενες μέρες. “Τι θες να ανακατευτείς τώρα μ’ αυτά;” έλεγε στον εαυτό της αλλά βαθιά μέσα στο κεφάλι της σκεφτόταν αυτά τα δύο πράγματα που την πλήγωναν πάντα: Δεν είχε σπουδάσει και δεν είχε ερωτευτεί.

Δύο πρωινά μετά

Με την πρόφαση ότι χρειαζόταν έξτρα καρότα για την ψαρόσουπα, βρέθηκε στο μανάβικο της γωνίας ξανά, με μία αγωνία μήπως ο κύριος Στέλιος έλειπε και έβρισκε εκεί τον γιο του. Βρήκε τον κύριο Στέλιο σκυμμένο πάνω από έναν υπολογιστή, κόκκινο και αλαφιασμένο, να προσπαθεί κάτι. “Δανείζομαι wi-fi από την καφετέρια δίπλα” της είπε “αλλά το έχω τακτοποιήσει. Θα μου δείξει ο γιος μου να βάζω hotspot από το κινητό και έτσι  πλέον θα μπορώ να μελετάω και τις ώρες που είμαι στο μανάβικο. Κατεβάσαμε την εφαρμογή τoυ My COSMOTE και έτσι μπορώ και να αναβαθμίζω τα ΜΒ. Μου έχει πάρει δώρο η κόρη μου ένα από εκείνα τα τηλέφωνα που τα κάνεις όλα με ένα άγγιγμα”.

Ο κύριος Στέλιος που ξέρει τόσα για το internet και τις εφαρμογές, που αποφάσισε με τόλμη στα 70 του να γίνει φοιτητής φάνηκε στην Ελευθερία λίγο πιο γοητευτικός από ποτέ αυτή την βροχερή Τρίτη.

”Θέλω και εγώ να κάνω αίτηση σ’ αυτό το Πανεπιστήμιο” του είπε.

“Θα μπορώ  να σε βοηθάω και εγώ” της είπε.

Και έκλεισαν ραντεβού για το Σάββατο. “Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. Πάμε να πιούμε ένα τσάι και να συνδεθούμε με το hot spot να κάνουμε την αίτηση σου” της είπε. Καμαρώνοντας που ήξερε τι είναι το hot spot.

“To Σάββατο, λοιπόν” του είπε η Ελευθερία.

Εκείνο το Σάββατο το πρωί, πριν η Ελευθερία βρεθεί με τον κύριο Στέλιο πήγε στο καθιερωμένο της ραντεβού στο κομμωτήριο.

“Κόψτα μου Μαρίνα” είπε στην κομμώτρια. ”Κόψτα μου κοντά και πέρασε τους ένα χρώμα. Βαρέθηκα με τους κότσους τόσα χρόνια”.

Κατέβασε την εφαρμογή τώρα!