Τι είναι η αγάπη; Τόσοι και τόσοι ανά τους αιώνες έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα και όλοι μας αναζητούμε μέχρι και σήμερα την απάντηση.

Οι επιστήμονες δεν αποτελούν εξαίρεση. Κι ενώ εκείνο που γνωρίζαμε έως τώρα είναι ότι επιστημονικά η συναισθηματική προσκόλληση με άλλους εξηγείται από την ωκυτοκίνη, αλλιώς γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης», μια ομάδα επιστημόνων έρχεται να μας πει ότι ίσως κοιτούσαμε σε λάθος μέρος τόσο καιρό.

Η νέα έρευνα που διεξήγαγαν επιστήμονες από το Stanford Medicine και δύο άλλα ιδρύματα έρχεται να ανατρέψει όσα γνωρίζαμε για τη σχέση που συνδέει την αγάπη και τον έρωτα με την ωκυτοκίνη. Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν, συγκεκριμένα, ότι καταστέλλοντας τη δραστηριότητα αυτής της ορμόνης στον οργανισμό, οι συναισθηματικές σχέσεις και συμπεριφορές δεν τροποποιούνταν. Αυτό αποδεικνύει ότι η απουσία του ενός δε φάνηκε να επηρεάζει την παρουσία του άλλου.

Η ωκυτοκίνη θεωρούνταν μέχρι πρότινος καθοριστικός παράγοντας στη δημιουργία δεσμών μεταξύ θηλαστικών, αλλά και στην καλή ανατροφή των απογόνων. Έχει, μάλιστα, μελετηθεί σε πολυάριθμες κλινικές δοκιμές, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν, χορηγούμενη ως φάρμακο, μπορεί να ενθαρρύνει την κοινωνικότητα σε άτομα με παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Neuron, αμφισβητεί σοβαρά αυτήν την υπόθεση.

Όπως υποστηρίζει η ερευνητική ομάδα, προγενέστερες μελέτες για τη δραστηριότητα της ωκυτοκίνης βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε φάρμακα που μιμούνται τη δέσμευση της ωκυτοκίνης στον υποδοχέα της. Ωστόσο, η μίμηση – επομένως και τα σχετικά ευρήματα – μπορεί να είναι εξαιρετικά ανακριβής, διευκρινίζει ο Nirao Shah, καθηγητής ψυχιατρικής, συμπεριφορικών επιστημών και νευροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.

«Θέλαμε να διαπιστώσουμε εάν όντως η ωκυτοκίνη μεσολαβούσε στις διάφορες πτυχές της κοινωνικής προσκόλλησης και άλλες συμπεριφορές που της αποδίδονται», εξήγησε ο Shah, μιλώντας στο Greater Good Magazine. Ο ίδιος και η ομάδα του χρησιμοποίησαν μια εξαιρετικά ακριβή τεχνική μοριακής επεξεργασίας που χρησιμοποιείται για την αποκοπή τμημάτων DNA.

Διεξάγοντας κλινικές δοκιμές σε θηλαστικά, απέκοψαν το γονίδιο που λειτουργεί ως υποδοχέας της ωκυτοκίνης και διαπίστωσαν ότι τα ζώα συνέχισαν να ζευγαρώνουν και να παραμένουν μαζί ακόμη και όταν δεν διέθεταν πλέον τους υποδοχείς της ωκυτοκίνης. Παράλληλα, επιδείκνυαν ξεκάθαρη επιθετικότητα προς τα «τρίτα» ζώα του ίδιου είδους, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που θα περίμενε κανείς από ένα μη μονογαμικό ζώο οποιουδήποτε είδους. Επιπροσθέτως, οι μητέρες θήλαζαν με χαρά τα νεογέννητά τους, ενώ τα αρσενικά παρέμεναν, εξασφαλίζοντας ότι τα κουτάβια τους διατηρούνται ζεστά, καθαρά και κοντά τους.

Εν ολίγοις, τα θηλαστικά χωρίς τους υποδοχείς ωκυτοκίνης εξακολουθούσαν να επιδεικνύουν μονογαμική συμπεριφορά και ευσυνείδητη συγγένεια, διαψεύδοντας με αυτό τον τρόπο τον λειτουργικό ρόλο της ωκυτοκίνης σε αυτή τη συμπεριφορά. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, κανένα αποτέλεσμα από τη μελέτη, που διήρκεσε 15 χρόνια, δεν έδειξε ότι η ωκυτοκίνη έχει κρίσιμο ρόλο στην κοινωνική συμπεριφορά.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είτε η ωκυτοκίνη δεν είναι τελικά απαραίτητη για τη συντροφικότητα, όπως πιστευόταν έως τώρα, ή ότι, λόγω της απουσίας της, το αντισταθμιστικό κύκλωμα του εγκεφάλου αναλαμβάνει την ευθύνη ανάπτυξης συντροφικών και συγγενικών δεσμών. Είναι επίσης πιθανό να εμπλέκεται κάποια άλλη, σχετιζόμενη βιολογική οδός, όπως η βαζοπρεσσίνη, μια άλλη ορμόνη, με παρόμοια δομικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά με την ωκυτοκίνη.

Σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματα της μελέτης εξηγούν ενδεχομένως γιατί αρκετές κλινικές δοκιμές της ωκυτοκίνης ως θεραπείας για την ανακούφιση των κοινωνικών συμπτωμάτων του αυτισμού ή της σχιζοφρένειας έχουν καταλήξει σε ανάμεικτα ή εντελώς απογοητευτικά αποτελέσματα.

«Φαίνεται ότι κοιτούσαμε στη λάθος κατεύθυνση», καταλήγει ο Shah.