Ως ανθρώπινο είδος έχουμε ένα μεγάλο κακό – ανάμεσα σε πολλά άλλα: Μεγαλώνοντας μιλάμε όλο και λιγότερο. Όχι για τα άσχετα. Για τα άσχετα μιλάμε μονίμως πολύ. Κι αυτό μας κλέβει χρόνο από το να μιλάμε για όσα μας αφορούν, μας προβληματίζουν ή μας φοβίζουν. Είμαστε οι ίδιοι που εφηύραμε τον όρο “ταμπού” και ίδιοι που φταίμε για την συνέχιση του στο πέρασμα των χρόνων. Υπάρχουν και πρότζεκτ, όμως, όπως το Let’s Talk που μας παροτρύνουν – επιτέλους –  να μιλήσουμε.

Το κατά πόσο μια φωτογραφική καμπάνια μπορεί όντως να είναι αποτελεσματική σε αυτό το κομμάτι, κανείς δεν το ξέρει μέχρι να δει την απήχηση της. Αυτό δηλαδή που διαπίστωσε και ο ίδιος ο Charlie Clift, ο ένας από τους δύο δημιουργούς του Let’s Talk. Ο Charlie από μικρή ηλικία ήρθε αντιμέτωπος με τη δική του ψυχική υγεία. Ουσιαστικά αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό και το μυαλό. Χωρίς να μπορεί να παραδεχτεί το οτιδήποτε ούτε στον εαυτό του, ούτε σε κανέναν άλλο, υπέφερε μόνος του για χρόνια. Μέχρι που αυτό του στοίχισε έναν ολόκληρο χρόνο χαμένο στο πανεπιστήμιο. Ο ίδιος κατάφερε να βγει σταδιακά από αυτό με τη βοήθεια μιας κάμερας. Δέκα χρόνια αργότερα και χιλιάδες φωτογραφίες μετά έρχεται για να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.

Μαζί με τη σχεδιάστρια Kate Forrester, ένωσαν τις δύο τέχνες τους για ένα πολύ δυνατό αποτέλεσμα. Ο φακός του Charlie καταγράφει όλους εκείνους τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την ψυχική τους υγεία. Παράλληλα, η Kate Forrester καταγράφει και εξωτερικεύει τις σκέψεις και τους φόβους αυτών των ανθρώπων πάνω στα πρόσωπα τους.

Οι στόχοι της καμπάνιας Let’s Talk μπορεί να είναι προφανείς για κάποιους αλλά όχι και αυτονόητοι. Τα πορτραίτα αυτών των ανθρώπων ανοίγουν μια μεγάλη συζήτηση που πρέπει να γίνει. Όσοι περισσότεροι πάρουν μέρος σε αυτή τη συζήτηση, τόσο περισσότερο διώχνουν αυτό το στίγμα και την ενοχή που άδικα έχει τοποθετηθεί πάνω τους. Μα κυρίως, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπουν και άλλοι άνθρωποι σε αυτή την κουβέντα και να μιλήσουν ανοιχτά.

Είναι εκπληκτικό το πόσοι άνθρωποι θέλησαν τελικά να συμμετέχουν. Αυτό και μόνο αποδεικνύει πόση ανάγκη υπάρχει εκεί έξω για εξωτερίκευση και επικοινωνία. Το πρότζεκτ βασίστηκε αποκλειστικά σε εθελοντικές συμμετοχές που έγιναν με σκοπό ο κάθε συμμετέχων να νιώσει άνετα, να πει όσα έχει να πει κι ύστερα η Kate να καταγράψει στο πρόσωπο του όλες αυτές τις σκέψεις. Για κάποιους το ότι νιώθουν ότι δεν αξίζουν βρήκε τη θέση του κάτω από το δεξί τους μάτι, ή το ότι δεν μπορούν να βρουν κάτι καλό σε κάθε μέρα βρήκε τη θέση του στο μέτωπο τους.

Πολλοί από τους συμμετέχοντες δεν φοβήθηκαν να βγουν μετά έξω στο δρόμο με τις λέξεις αυτές γραμμένες στα πρόσωπα τους. Ίσως γιατί συνειδητοποίησαν ότι είναι απλά λέξεις που εμείς τους δίνουμε τη σημασία που θέλουμε. Και ίσως κάποια μέρα πάψουν να έχουν τόση δύναμη και γίνουν απλά γράμματα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο.


Featured Image: letstalkcampaign.com