Τα τελευταία πέντε έξι χρόνια, για τον προφανή λόγο, δηλαδή την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, έχουν φύγει ως εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες οι μισοί μου φίλοι, άλλοι τόσοι συμμαθητές, συγγενείς και γνωστοί. Κι εγώ εδώ, στη βάση μου. Κόσμος πάει, κόσμος γυρίζει και φεύγει πάλι κι εγώ σταθερή.

Το ίδιο πιστεύω ισχύει για όλους από τα 23 και μετά, χωρίς ανώτατο όριο ηλικίας. Κάποιοι φεύγουν, άλλοι μένουν. Κάποιοι χάνουν κολλητούς, άλλοι χάνουν σχέση, άλλοι αποχωρίζονται γονείς κι αδέρφια, άλλοι στεναχωριούνται κ άλλοι χαίρονται, άλλοι δυσκολεύονται περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Εσύ που μένεις, δεν αλλάζεις καθημερινότητα, δεν δυσκολεύεσαι, αλλά συχνά πυκνά νιώθεις ότι μένεις πίσω κι όχι μόνο κυριολεκτικά. Αυτοί δουλεύουν εκεί, ασκούν το επάγγελμα που διάλεξαν (ή τους διάλεξε, δεν έχει σημασία), βγάζουν λεφτά κι είναι ανεξάρτητοι. Εσύ; Δεν δουλεύεις, ή αν δουλεύεις η δουλειά σου θα είναι ή άσχετη με τις σπουδές σου, ή κακοπληρωμένη ή, στην χειρότερη, όλα αυτά μαζί. Μένεις με γονείς το πιθανότερο, δεν νιώθεις δημιουργικός, νιώθεις ότι γύρω όλα σε τρώνε. Κι αν τυχόν βλέπεις ότι έχεις δυνατότητες για περισσότερα, αλλά η παρούσα κατάσταση δεν σε βοηθά αρχίζεις και σκέφτεσαι τι κάνεις εσύ εδώ; Να φύγεις… Και μετά βλέπεις όλα αυτά που σε κρατάνε πίσω, οικογένεια, σχέσεις, όλη η ουσία. Και μετά τα βάζεις με αυτούς που σε κρατάνε πίσω. Και μετά μετανιώνεις, αυτοί τι φταίνε; Εσύ θα μπορούσες να φύγεις, να ζεις μόνος σε μια «ξένη» πόλη ή ακόμα και χώρα; Θα άντεχες μακριά από την παγιωμένη σου καθημερινότητα; Κι εσύ τι φταις; Έτσι είσαι, έτσι φτιάχτηκες. Κανείς δεν φταίει..

Και μετά έρχονται οι αγκαλιές τους κι η αγάπη τους και καταλαβαίνεις γιατί έμεινες πίσω. Κι έπειτα μιλάς με τους φίλους μετανάστες – εσωτερικούς κι εξωτερικούς – και βλέπεις ότι ναι δουλεύουν, ναι πληρώνονται ή μπορεί και να καλοπληρώνονται , αλλά όλοι νοσταλγούν. Άνοιξαν τα φτερά τους κι όμως νοσταλγούν κι αποζητούν τις ρίζες τους. Όπως εσύ, που απλώνεις εδώ τις ρίζες σου κι ονειρεύεσαι ανοιχτά φτερά. Άλλοι νοσταλγούν γονείς, άλλοι αδέρφια, άλλοι το να βγούνε μια Τετάρτη βράδυ για κρασί με παρέα (το ξέρατε ότι στο εξωτερικό δεν πάνε όποτε τους καπνίσει «για ένα ποτάκι μωρέ, να τα πούμε και να χαλαρώσουμε;»). Κανείς ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο ποσοστό δεν είναι απόλυτα ευτυχισμένοι ή έστω ευχαριστημένοι. Ίσως είναι η ανθρώπινη φύση: ό,τι δεν έχεις αυτό ποθείς κι ό,τι έχεις το υποτιμάς.. ίσως και όχι. Αυτή, όμως, η φωτογραφία που τόσο εύστοχα, σε δύο προτάσεις κατάφερε να περιγράψει τις άπειρες σκέψεις που χορεύουν στο κεφάλι μου τα τελευταία χρόνια, με βοήθησε να καταλάβω. Να καταλάβω ότι δεν είναι όλοι για όλα. Δεν έχουν όλοι τον ίδιο προορισμό. Μερικές φορές ίσως και να είναι καλύτερο να εμπιστευόμαστε το που μας πηγαίνει η ζωή. Κι επίσης ότι το να μένεις πίσω δεν είναι απαραίτητα κακό, μειονέκτημα ή βάρος στη ζωή. Μένεις για να απλώσεις τις ρίζες σου. Ωραίο δεν ακούγεται; Εμένα με ικανοποιεί και με χαροποιεί. Βρήκα σκοπό, να απλώσω τις ρίζες μου. Κι άλλωστε, γιατί πρέπει να είναι ή το ένα ή το άλλο; Μήπως αυτοί που φεύγουν, κάποια στιγμή, κάπως και κάποτε δεν θα απλώσουν τις ρίζες τους; Δεν θα αράξουν κάπου; Ή μήπως αυτός που θεωρητικά μοιάζει να μένει πίσω δεν μπορεί να ανοίξει τα φτερά του; Να δουλέψει, να δημιουργήσει, να δικαιώσει τα όνειρα του; Όλα γίνονται, αρκεί να το θελήσεις.

Χαντέ Λιάνα