Λατρεύω τις σειρές, τις ταινίες και τα ντοκιμαντέρ. Η λατρεία μου γίνεται κάλλιστα και συνώνυμο της πόρωσης.

Κάθε σειρά που αρχίζω να βλέπω την αντιμετωπίζω σαν σχέση ερωτική. Δένομαι μαζί της. Της αφιερώνω στιγμές από τον προσωπικό μου χρόνο. Ο καναπές γίνεται η «φωλίτσα» μας. Είναι μια ιεροτελεστία. Θα έχω σκεφτεί το φαγητό που θα φάω, το τι θα πιώ και πώς θα νιώσω – αυτό εντάξει στο περίπου γιατί όσο εξελίσσεται η εκάστοτε υπόθεση μου δημιουργούνται καινούρια συναισθήματα και προβληματισμοί – δένομαι. Μάλιστα έχω ακυρώσει πολλές φορές εξόδους ή δραστηριότητες γιατί έχω νιώσει πως πρέπει οπωσδήποτε να δω μια σειρά και πως αν κάνω κάτι άλλο – έχω αφήσει κάτι σημαντικό στη μέση, όπως τη συνέχεια ενός αδιαμφισβήτητα ενδιαφέροντος επεισοδίου.

Όταν τελειώνει αυτή η σειρά που θα με έχει κάνει να την παρακολουθώ με αζημίωτο ενδιαφέρον, τότε αισθάνομαι στ’ αλήθεια εγκατάλειψη. Νιώθω πως το Netflix με έχει – χωρίσει.

Οι ταινίες δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία και νομίζω πρόσφατα κατάλαβα το γιατί. Διότι, η ταινία δεν μπορεί να ξεπεράσει κατά μέσο όρο τη 1,5 ώρα άρα η αρχή, η κορύφωση, η μέση και το τέλος δεν έχουν και μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη άρα αρχίζεις και ξέρεις και πότε θα τελειώσει. Επίσης, σπανίως στις ταινίες θα πατήσεις την ΠΑΥΣΗ για να συνεχίσεις κάποια άλλη στιγμή. Θα τις δεις μονοκοπανιά – μια κι έξω και τέλος. Τα ντοκιμαντέρ από την άλλη, είναι μια αργή και σταθερή σχέση – σαν να βρίσκεσαι σε γάμο. Μπορεί να διαρκούν κατά μέσο όρο και αυτά όσο μια ταινία αλλά η προσοχή που απαιτείται είναι διπλάσια. Θα τα σταματήσεις και θα τα συνεχίσεις, λόγω του ότι είσαι απίστευτα συγκεντρωμένος και δεν θέλεις να πας πχ στην κουζίνα να πιείς νερό και να το αφήσεις να παίζει – θες να είσαι εκεί και να προσέξεις τα πάντα με σιχαμένη ακρίβεια και προσοχή. Αν αυτές οι τρεις κατηγορίες θέασης μπορούσαν να παρομοιαστούν με τύπο σχέσης θα ήταν οι εξής: Σειρά – παθιασμένη σχέση με έρωτα και τρέλα αλλά αβέβαιη κατάληξη – ταινιά – βαρετή σχέση κατά την οποία θες να πεις στον άλλον να χωρίσετε αλλά ακόμη και αυτό το βαριέσαι – ντοκιμαντέρ – δια βίου σχέση που καταλήγει συνήθως σε γάμο. Ενώ κάποτε έβλεπα και παρακολουθούσα τα πάντα τώρα έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζορίζεται και να ταλαιπωρείται με συγκεκριμένες θεματικές – κυρίως σειρών και ταινιών. Το συνειδητοποίησα πρόσφατα αυτό, βλέποντας τη σειρά The Assassination of Gianni Versace – Crime Story

Εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ τα θρίλερ

Μου αρέσει η γλαφυρή, κυνική πραγματικότητα και ο ρεαλισμός σε βαθμό που δεν πιστεύεις στα μάτια σου αλλά που δεν μπορείς και να αμφισβητήσεις διότι ξέρεις ότι οι άνθρωποι έχουν κάνει σοβαρή δουλειά για να αναπαραστήσουν και να παρουσιάσουν δεδομένα τα οποία έχουν πραγματική βάση – δεν υπάρχει περιθώριο ανακρίβειας. Αγαπημένη μου θεματολογία μάλιστα είναι ότι έχει να κάνει με εγκλήματα και Serial Killers, διότι πραγματικά με σαγηνεύει το ανθρώπινο μυαλό και οι τρόποι με τους οποίους αυτό λειτουργεί. Ενώ το διαθέτουμε όλοι, σε όλους χτυπάνε άλλα καμπανάκια. Ξεκινάω λοιπόν τη σειρά αυτή, καθώς την έβγαζε εδώ και καιρό προτεινόμενη, και ταυτίστηκα τόσο με τον σχεδιαστή – του οποίου την ιστορία είχα διαβάσει αλλά φυσικά και με το κομμάτι του “Crime Story”. Σκέφτηκα: εδώ είμαστε. Βρήκαμε τον επόμενό μας έρωτα.

Δεν ήταν έτσι όμως

Ίσως έφταιγε το ότι ξεκίνησα να την παρακολουθώ back to back από τη σειρά “Halston”. Αναρωτήθηκα όμως για τους λόγους που δεν άντεξα ούτε με τη μια ούτε με την άλλη. Πλέον νομίζω πως δεν αντέχω την πολλή αλήθεια. Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση και ό,τι έχει να κάνει με το κοινό θεάμα, μας είχε μάθει, πριν έρθoυν οι – on demand πλατφόρμες – σε μια ωραιοποίηση της αλήθειας. Ε λοιπόν αυτό έχει αλλάξει. Σαφέσταστα υπήρχαν σενάρια τα οποία άγγιζαν λίγο παραπάνω την πραγματικότητα αλλά δεν ήταν ο κανόνας, δηλαδή τα έβλεπες και έλεγες από μέσα σου «εντάξει, μια ταινία ήταν».

Τώρα πια, μεγαλώντας και αναγνωρίζοντας τη σαθρότητα του «εδάφους» πάνω στο οποίο πατάμε εμείς και άλλα τρισεκατομμύρια κόσμου και λέγεται «ζωή», συνειδητοποιώ ότι η αλήθεια έχει γίνει πολύ βάρβαρη

Τώρα πια, οι γνωστοί σε μας ως «οι ηθοποιοί», μοιάζουν περισσότερο με ιστορίες που ακούμε από διπλανούς μας και ανθρώπους που γνωρίζουμε. Άσχημα βιώματα, εγκατάλειψη, δυσάρεστες οικογενειακές ιστορίες, μοναξιά, απελπισία, καταχρήσεις κάθε είδους, μισαλλοδοξία, ματαιοδοξία, αίσθηση ή καλύτερα παραίσθηση μεγαλείου, υπέρογκη εικόνα εαυτού, συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη διαφυγής από την καθημερινότητα και την πραγματικότητα… Αλήθεια σας λέω, με έπιασε η ψυχή μου με τη σειρά για τη ζωή του σχεδιαστή Gianni Versace και όχι με τον σχεδιαστή αλλά με τον Serial Killer του, τον Andrew Cunanan. Ένας ομοφυλόφιλος, τον οποίο ο πατέρας του δεν αποδέχτηκε ποτέ, τον οποίο εγκατέλειψε για να ζήσει στις Φιλιππίνες απ’ όπου και καταγόταν, έχοντας διαπράξει εγκλήματα χρέους στη μικρή χρηματιστηριακή εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Ο Andrew βρέθηκε να μένει με την μητέρα του, ΜairyAnn, οι οποίοι λόγω οικονομικής δυσχέρειας καθότι ο πατέρας πήρε μαζί του όλα τα διαθέσιμα χρήματα του οικογενειακού τους ταμείου, με την οποία αναγκάστηκαν να μετακομίσουν – από την έπαυλη στην οποία ζούσαν – σε ένα μικρό διαμέρισμα σε κακόφημη περιοχή. Η αγωνία του να γίνει γνωστός και σημαντικός και σίγουρα πλούσιος, τον πείραξε. Τον πείραξε σε βαθμό που αποφάσισε να στερήσει τις ζωές άλλων ανθρώπων χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Όσο έπαιξε η σειρά στην τηλεόραση, αναλογιζόμουν τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τις ιστορίες που έχω ζήσει ή που έχω ακούσει και έκανα μια σούμα. Αυτό που έβλεπα μου θύμιζε την πραγματικότητα. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Η μοναξιά και η ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου και να αποδείξουν την αξία τους πλέον έχει ξεφύγει και κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια λωρίδα μεγάλης ταχύτητας δίχως επιστροφή. Περίμενα στωικά να τελειώσει η σειρά για να ξεκινήσω μια άλλη που μου φάνηκε ελαφρύτερη – αλλά τελικά ήταν το ίδιο σκληρή απλά με άλλο τρόπο δοσμένη και λέγεται The Politician. Στα ενδιάμεσα βάζω ραδιόφωνο, παίζω με τον σκύλο, μαγειρεύω, γιατί μεταξύ υπερβολικής αλήθειας και αλήθειας κάτι πρέπει να μεσολαβεί σαν διάλειμμα για να νιώθεις ασφαλής στον καναπέ σου.