aftiipoli

*Στην εποχή του ιντεράξιον θέλω σήμερα να κάνουμε ιντεράξιον. Να κάνετε υπομονή μερικά δευτερόλεπτα και όταν φτάσετε στο σκιπ, να κάνετε σκιπ την διαφήμιση και όσο κάνετε υπομονή και διαβάζετε να ακούτε αυτό το τραγούδι (βλ. τέλος κειμένου).

Πέμπτη, 1η Οκτωβρίου, ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ. Περπάταγα στην Καραγιώργη Σερβίας, Περικλέους, Αθηναιδος, Αγίας Ειρήνης, σε αυτήν την οδό τέλος πάντων που έχει περισσότερα ονόματα από εγκληματία, για να πάρω ταξί. Για να πάω σπίτι μου. “Φθινοπώριασε”, σκέφτηκα, “επιτέλους λίγη ψύχρα”, ξανασκέφτηκα και έσφιξα περισσότερο την ζακέτα πάνω μου. Λίγος κόσμος στον δρόμο, κανένα ταξί και αποφάσισα να περπατήσω όσο άντεχα. Σκεφτόμουν την συζήτηση που είχα πριν λίγο με τον Γιώργο. “Πώς γίναμε έτσι;”, αυτό συζητάγαμε, εκεί καταλήξαμε. Ή εκεί καταντήσαμε. “πώς γίναμε έτσι;”

Θυμόμασταν το “παλιά”. Το πέντε-έξι χρόνια πριν. Που ήμασταν αλλιώς. Που όλα ήταν αλλιώς. Τα πράγματα ήταν το ίδιο ή και περισσότερο δύσκολα με τώρα αλλά εμείς ήμασταν αλλιώς. Με πιο όρεξη; Με πιο διάθεση; Με πιο αισιοδοξία; Με πιο αντοχή; Με πιο ξεκούραση; Δεν ξέρω με ποιο “πιο” ήμασταν, αλλά ξέρω ότι ήμασταν αλλιώς. “Πιο”. Και όλοι ήταν αλλιώς. Όλοι ήταν “πιο”. Κάναμε βόλτες, βγαίναμε, πίναμε, χορεύαμε, μιλάγαμε, επικοινωνούσαμε. Κι ας ήταν η αυριανή εργάσιμη, κι ας είχαμε λίγα λεφτά, κι ας ήμασταν άνεργοι, χωρισμένοι, μαλωμένοι, πολλές φορές απελπισμένοι, ήμασταν “πιο”. Βγαίναμε για τα λίγα ή για τα πολλά με τα λίγα ή με τα πολλά και περνάγαμε ωραία. Επικοινωνούσαμε. Μεταξύ μας ή με ανθρώπους που είχαμε γνωρίσει πριν λίγο. Μιλάγαμε, χορεύαμε, φλερτάραμε, γελούσαμε, διασκεδάζαμε, ερωτευόμασταν. “Παλιά”, πριν πέντε-έξι χρόνια. Αλλάξαμε. Μεγαλώσαμε. “Εμείς μεγαλώσαμε ή η πόλη;”, αναρωτήθηκα και παρατηρούσα τους ανθρώπους που προσπρενούσα και με προσπερνούσαν, τους ανθρώπους μέσα στα μαγαζιά που προσπερνούσα. Τους ανθρώπους που καθόντουσαν με το ποτό τους και χάζευαν τις οθόνες των κινητών τους. Κάνοντας τσεκ-ιν, λάικ, ρτ, ανεβάζοντας φωτογραφίες, γράφοντας πώς νιώθουν από τις προκάτ επιλογές του “νιώθω”. Τους ανθρώπους που καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, πλάτη στον άλλο, απέναντι από τον άλλο και έπιναν το ποτό τους σιωπηλοί. Τους ανθρώπους που όταν πιανόταν το χέρι τους από το σκρολ ντάουν στην οθόνη, ή ο λαιμός τους από το σκύψιμο πάνω από την οθόνη, ή όταν είχαν πάνω από μερικά δευτερόλεπτα να έχουν κάποιο ιντεράξιον στα σόσιαλ, σήκωναν το κεφάλι και κοίταζαν τον χώρο ή κάποιον ή κάποια που ήταν μέσα στον χώρο. Τους ανθρώπους που έμεναν ακίνητοι, σιωπηλοί, να κοιτούν ο ένας τον άλλο. “Τι να σε κάνω αν με κοιτάς και δεν μου μιλάς; Μπορώ να σε μάθω; Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σου; Μπορώ να χορέψω μαζί σου; Μπορώ να σε φιλήσω; Μπορώ να σε κάνω φίλο; Μπορώ να σε κρατήσω από το χέρι για όσο αντέξει ο ένας τον άλλο; Δεν μπορώ.”, σκέφτηκα, μελαγχόλησα και έβγαλα το κινητό μου για να απαντήσω σε αυτόν που με καλούσε.

Έκατσα έξω από την εκκλησία για να μιλήσω στο τηλέφωνο. Όση ώρα μίλαγα παρατήρησα ένα παιδί με κατεβασμένο το κεφάλι απέναντι μου που πότε πότε σήκωνε δειλά το κεφάλι του και με κοιτούσε. Έμοιαζε στεναχωρημένος και σκεπτικός. Κάποια στιγμή, όπως είχα σκύψει κι εγώ το κεφάλι και μιλούσα στο κινητό ένιωσα ένα χέρι να πιάνει το χέρι μου. Τρομαγμένη -ίσως γιατί φοβόμαστε το οποιοδήποτε άγγισμα, την οποιαδήποτε επαφή με τον άλλο- σήκωσα το βλέμμα μου. Ήταν εκείνο το παιδί που πριν λίγο στεκόταν απέναντι μου με σκυμμένο το κεφάλι. Έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο, όσο ακόμα εκείνος κρατούσε το χέρι μου και του χαμογέλασα.

 -Γεια, είμαι ο Κωνσταντίνος, μου είπε χαμογελώντας διστακτικά.

 -Γεια σου Κωνσταντίνε, είμαι η Ισμήνη, του απάντησα.

 -Ισμήνη, αν δεν μίλαγες στο τηλέφωνο θα μου μιλούσες;

 -Μα δεν είδες ότι το έκλεισα για να σου μιλήσω;

 -Ναι, σωστά. Να σου πω κάτι Ισμήνη;

 -Πες μου,

 -Είμαι πολύ στεναχωρημένος.

 -Γιατί;

 -Γιατί να, δεν ήθελα να κάτσω σπίτι και κατέβηκα στο κέντρο. Μόνος μου. Οι φίλοι μου βαριόντουσαν να βγουν κι εγώ βαριόμουνα να κάτσω σπίτι. Κι έτσι βγήκα μόνος μου. Ε τι διάολο, σκέφτηκα, ολόκληρο κέντρο δεν θα βρω έναν άνθρωπο να πιω ένα ποτό; Πριν σε πλησιάσω λοιπόν -και συγγνώμη αν σε τρόμαξα κιόλας- μίλαγα με κάτι κοπέλες. Ε και όπως μιλάγαμε έτσι ξαφνικά, χωρίς γεια, χωρίς τίποτα σηκώθηκαν κι έφυγαν. Δεν είναι θλιβερό αυτό;

 -Είναι Κωνσταντίνε, σίγουρα είναι.

 -Εγώ ήθελα απλά να μιλήσουμε κι αν ήθελαν να πίναμε και κανένα ποτό. Όχι τίποτα πεσιματική και τέτοια, δεν είμαι κανένας πέφτουλας, με βλέπεις. Ανθρώπινα πράγματα, επαφή, γνωριμία, επικοινωνία. Κατάλαβες.

 -Κατάλαβα Κωνσταντίνε, κατάλαβα.

 -Ε και στεναχωρήθηκα, αλλά ένιγουει. Να σου πω, ξέρεις εδώ κοντά κανένα μαγαζί που να έχει ανθρώπους να μιλάνε, να χορεύουνε ξέρωγω, να μην αποφεύγουν τους ανθρώπους, να μην φοβούνται κάποιον που τους μιλάει;

 -Κοίτα, μαγαζί με τέτοια χαρακτηριστικά δεν ξέρω αλλά άμα θες πάμε να πιούμε μια μπύρα, έτσι ανθρώπινα, να σε αυτό εδώ, είπα και του έδειξα το πρώτο μαγαζί που έπεσε το μάτι μου.

 -Αλήθεια;

 -Πάμε.

Και πήγαμε. Για ένα σφηνάκι. Για μισή ώρα. Για να πούμε πέντε βλακείες και πέντε σοβαρά για την ζωή μας. Και τα είπαμε. Και ήταν ωραία. Και εκεί ο Κωνσταντίνος βρήκε κάποιους γνωστούς του που όπως μου είπε κάνανε παρέα “παλιά”. Πριν πέντε-έξι χρόνια. Και τον καλέσανε σε ένα πάρτυ που γινόταν εκείνο το βράδυ. Και θα πήγαινε. Κάλεσε και εμένα αλλά περίμενα κόσμο στο σπίτι. Εκείνος θα πήγαινε. Και ήταν ωραία.

Έφυγα για να γυρίσω σπίτι. Δεν θα έπαιρνα ταξί. Θα περπατούσα. Απενεργοποίησα όλα τα νοτιφικέισιονς από όλα τα σόσιαλ και κράτησα το λάιβ πόουκ του Κωνσταντίνου και το δικό μου πόουκ μπακ. Έβαλα να ακούσω το τραγούδι που μου θύμισε πως κάποτε, “παλιά”, πριν πέντε-έξι χρόνια δεν κοιμόταν ποτέ αυτή η πόλη. Το άκουγα στο ριπίτ και χόρευα μόνη μου στον δρόμο. Και ξαφνικά έγινα “πιο”. Και έγινε “πιο” κι αυτή η πόλη.