Όχι κατά το «θάνατος σ’ αυτούς που ακούνε Παντελίδη στη διαπασών!» (μιλάμε για πολλά ψυχολογικά btw). Kατά το «Θάνατος στη Βενετία», του Βισκόντι. Ως άλλος Γκούσταβ φον Άσκενμπαχ, θ’ αφήσω κι εγώ την τελευταία μου πνοή σ’ ένα λεωφορείο μία μέρα, μόνο που ο θάνατός μου δεν θα έχει τίποτα το ποιητικό/λυρικό/αλληγορικό! Απλώς θα εκραγώ μην αντέχοντας άλλο αυτά που βλέπω και ακούω εκεί μέσα. Εξηγούμαι!

leoforeio

Ώρα 8:30, έχω φάει πρωινό, έχω κάνει μπάνιο, έχω ντυθεί και φεύγω απ’ το σπίτι μου με προορισμό την κοντινότερη στάση λεωφορείου απ’ την οποία, υποτίθεται, το λεωφορείο περνά στις παρά είκοσι. Σε περίπτωση που το υποτίθεται διέφυγε της προσοχής, το επαναλαμβάνω· υποτίθεται! Για λόγους που, μες στο μυαλό μου, είναι μεγαλύτερο μυστήριο ακόμα και απ’ το ποιος και γιατί έχτισε το Στόουνχεντζ, το λεωφορείο δεν πέρασε ποτέ! Δεν το έψησε ρε αδερφέ! Βρίζοντας (από μέσα μου, γιατί έχουμε και μια Α παιδεία), κατευθύνομαι σε απομακρυσμένη στάση απ’ την οποία περνούν περισσότερα του ενός λεωφορεία και άρα οι πιθανότητες να περάσει κάποιο που να μ’ εξυπηρετεί αυξάνονται. Περιμένω. Περιμένω… Αφού έχω φάει τα νιάτα μου -και κάτι λίγο απ’ τα γηρατειά μου που τα κρατούσα για μετά την σύνταξη-, ένα λεωφορείο ξεπροβάλλει το όμορφο πρόσωπό του απ’ την γωνία!

Αν δεν ήμουν γκρινιάρης εκ φύσεως (και εκ πεποιθήσεως), θα τελείωνα την ιστορία κάπου εδώ με ένα “μπήκα στο λεωφορείο και έφτασα στον προορισμό μου”. Πέραν όμως του ότι κάτι τέτοιο αντίκειται της γενικότερης στάσης μου απέναντι στη ζωή εν γένει, είναι και πέρα για πέρα αναληθές γιατί, φυσικά, τα ευτράπελα ξεκινούν με την άφιξη του λεωφορείου.

Φτάνει λοιπόν το λεωφορείο στην στάση, ήδη γεμάτο σε βαθμό ποινικά κολάσιμο, και προσπαθούμε τώρα άλλοι δέκα άνθρωποι να χωρέσουμε καλύπτοντας ό,τι κενό παίζει να υπάρχει (που, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, δεν υπάρχει) με μερικούς εξ ημών να χάνουν την όποια ευγένειά τους (που, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, δεν υπήρχε ποτέ!). Τα καταφέρνουμε με τα πολλά να χωθούμε και, ξαφνικά, αρχίζουν οι θείτσες τα παράπονα στον οδηγό: «Μα είναι πράγματα αυτά; Τόση ώρα περιμένουμε! Πρέπει να πάμε στις δουλειές μας/ στο γιατρό/ στα ΚΤΕΛ που μου έχει στείλει η μαμά απ’ το χωριό λάδι». Και τα παράπονα στους συνεπιβάτες: «Μα πηγαίνετε λίγο πιο μέσα, τόσο χώρο έχετε! Εγώ θα κατεβώ!». Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι εμείς οι υπόλοιποι στο Ε9 δηλώνουμε, εκτός από ένα σπίτι και ένα εξοχικό, και ένα λεωφορείο μέσα στο οποίο, προφανώς, σκοπεύουμε να μείνουμε για πάντα! Και, φυσικά, στους ανυποψίαστους commuters  που περιμένουν στις επόμενες στάσεις, εν γένει: «Δεν βλέπετε ότι δεν χωράμε; Περιμένετε το επόμενο! Έρχεται από πίσω!». Πολύ πίσω όμως. Καμιά ώρα πίσω… Κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι ποια θείτσα αξίζει επάξια το βραβείο αγένειας. Και να το δίνω –νοερά πάντα- σ’ αυτή που, με θράσος και απόλυτη σοβαρότητα, ρώτησε ανυποψίαστο κύριο προχωρημένης ηλικίας «Εσείς, δεν μπορούσατε να πάρετε το λεωφορείο πιο αργά; Συνταξιούχος φαίνεστε, πού να έχετε να πάτε;». Και ο κύριος, ενεός, να μην ξέρει τι να της απαντήσει! Σιγά μανδάμ, που θα σας πάρουμε και την άδεια!! Και σε σπρώχνουν οι θείτσες. Και σε αγριοκοιτάνε, αν τυχόν είσαι πιο βολεμένος απ’ αυτές μέσα στο, ούτως ή άλλως, άβολο χάος, λες και τις κόλλησες κυτταρίτιδα! Και κολλάνε πάνω σου, αγνοώντας, προφανώς, ότι δεν είσαι ακόμα έτοιμος να γίνεις πατέρας…

Φτάνουμε Πειραιά και τα νεύρα μου είναι ήδη κρόσια πλην όμως είμαι αναγκασμένος να πάρω καινούριο λεωφορείο για να φτάσω στη δουλειά. Αποφασίζω να βάλω στ’ αυτιά τ’ ακουστικά του mp3 για να μην ακούω τουλάχιστον τον κάθε ξέμπαρκο να λέει το ξεμπαρκιλίκι του. Η μοίρα όμως μου έπαιξε σκληρό παιχνίδι!! Παρά την μουσική στ’ αυτιά μου, ακούω ακόμα την φωνή τύπισσας με ξασπρισμένο μαλλί και νοημοσύνη παρουσιάστριας πρωινάδικου να εξιστορεί σε φίλη της στο κινητό, καρέ-καρέ, την σχέση της με τον Δημήτρη που αυτή του τα ‘χε δώσει όλα κι αυτός την  παράτησε για την Τζένη που της το ‘παιζε και φίλη αλλά την είχε καταλάβει αυτή απ’ την αρχή τι καρ***γιόλα ήταν! Με φωνή στεντόρεια! Για ν’ ακούσουν τα έκτροπα του Δημήτρη και της Τζένης οι φαντάροι στον Έβρο. Λες και τους νοιάζει. Ή, λες και νοιάζει εμάς!

Το αποκορύφωμα είναι η ατάκα πιτσιρικά 16-17 χρονών την ώρα που ετοιμάζομαι να βγω απ’ το λεωφορείο: “Συγγνώμη, κύριε! Είναι μισάνοιχτη η τσάντα σας”. Στον πληθυντικό! Λες και έχουμε καμιά 30αριά χρόνια διαφορά!

Με μισό Zanax στέκομαι στα πόδια μου!