Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ο αγαπημένος μου σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας. Η ικανότητά του να περιγράφει ανθρώπους, τόπους και καταστάσεις με χιούμορ, οξυδέρκεια και μια βαθιά τρυφερότητα, τον έχει τοποθετήσει σε μια ξεχωριστή θέση μέσα μου. Τον φαντάζομαι σαν τον ιδανικό φίλο για να γεράσω δίπλα του – από αυτούς που θα σχολιάζουμε τις γειτόνισσες, θα θυμόμαστε τους παλιούς συμμαθητές και θα γελάμε με τα λάθη μας, πάντα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και την άνεση που δίνει η ηλικία και η οικειότητα.

Είναι εκείνο το είδος του χιούμορ που εμφανίζεται όταν δεν αντέχεις άλλο να λες «ναι» ενώ μέσα σου ουρλιάζεις «όχι». Κι ο Ξανθούλης γράφει με αυτό ακριβώς το βλέμμα: το βλέμμα που εντοπίζει το γελοίο μέσα στο πιεστικό, που σχολιάζει την παράνοια της καθημερινότητας με την ακρίβεια των πιο αγαπημένων μας memes. Σκοπός του μάλλον δεν είναι να γίνει αστείος, αλλά για να σου θυμίσει ότι δεν είσαι τρελός. Παρατηρεί τις αντιφάσεις του σήμερα, τον θόρυβο των social, τις πολιτικές αφαιμάξεις, τα ψυχοσωματικά που δεν έχεις πια κουράγιο να εξηγήσεις, και τις συνομιλίες με φίλους που  ξεκίνησαν από αλλού και καταλήγουν πάντα στην ίδια λέξη: κούραση.

Η Άλωση των Αθηνών του Γιάννη Ξανθούλη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, μέχρι τη δέκατη σελίδα σε είχε βουτήξει απ’ τον γιακά για να σε ταρακουνήσει να βγεις από τον δικό σου μικρόκοσμο και να μπεις σε εκείνων της οικογένειας Γαργάρα. Κι εσύ «εισέρχεσαι» ευχαρίστως.  

Η ιστορία τοποθετείται στη φανταστική Ροδόσταμη της δεκαετίας του ’50 – μια επαρχιακή πόλη που θυμίζει όλα τα ελληνικά χωριά μαζί και καμία Αθήνα. Κι όμως, οι Αδελφές Γαργάρα, οι Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, μοιάζουν σαν να κουβαλούν στο σώμα τους τα απομεινάρια της πρωτεύουσας που αρχικά έχουν μόνο στη φαντασία τους. Το όνειρο της απόδρασης στην Αθήνα, όπου «υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα, σινεμά, μπαλέτα που χορεύουν στα καλά καθούμενα μέσα στις πλατείες, βασιλικοί κήποι με παγόνια που μιλούν με ανθρώπινη λαλίτσα, εργοστάσια που φτιάχνουν οδοντόκρεμες, τσίχλες, σοκολάτες…» είναι η μόνη τους παρηγοριά. Έτσι, ο Γιάννης Ξανθούλης τις αφήνει να υπάρχουν και να προχωρούν μέσα στη φανταστική Ροδόσταμη της δεκαετίας του ’50, να επιπλέουν με τρόπο σχεδόν υπερβατικό μέσα σε μια Ελλάδα που ψάχνει να ξορκίσει ό,τι δεν χώρεσε ποτέ στην επίσημη Ιστορία της.

Στις μέρες που χρειάστηκα να διαβάσω το βιβλίο και τις ώρες που δεν το είχα στα χέρια που κυκλοφορούσα στο σπίτι, αναρωτιόμουν ”που είναι οι Γαργάρες;”, οι αδερφές που μοιάζουν να ξεπήδησαν από καφενείο, από ανέκδοτο, από οικογενειακό τραύμα κι από αρχαία τραγωδία μαζί. Κι αυτός είναι ο θρίαμβος του Ξανθούλη: κατασκευάζει ήρωες που λένε μισές αλήθειες, μισές φαντασίες και ολόκληρες βρισιές, όλα μαζί με το ίδιο στόμα.

Ο Ξανθούλης έχει την ικανότητα να γράφει φράσεις που μοιάζουν ελαφριές -μέχρι να σε χτυπήσουν εκεί που δεν το περιμένεις. Σαν να σου λέει ένα ανέκδοτο, και ξαφνικά μέσα σ’ αυτό, να πετιέται μια λέξη που σου θυμίζει κάτι δικό σου που δεν έχεις πει ούτε στον εαυτό σου και να ζεις ένα μικρό ηλεκτροσόκ.

Αυτό το βιβλίο δεν είναι για όλους. Δεν θα το απολαύσει εκείνος που περιμένει δράση, αρχή-μέση-τέλος, λύσεις και απαντήσεις. Είναι όμως για όσους ξέρουν πώς μοιάζει η παρακμή όταν δεν συνοδεύεται από μελοδραματισμό, για όσους δεν τρομάζουν μπροστά στο γκροτέσκο και για όσους μπορούν να δουν την ποίηση εκεί όπου όλα μοιάζουν παλιά και αφημένα στον χρόνο.

Και τελικά, με τον δικό του τρόπο —που είναι πάντα και πολιτικός— ο Ξανθούλης γράφει για μια πόλη που δεν σώζεται. Και που, ίσως, δεν χρειάζεται καν να σωθεί.

Η Αθήνα ξεχάστηκε και κάπου εκεί, έμειναν οι φωνές, σαν αυτές των Γαργάρων, να φυλάνε σκοπιά γιατί ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ελπίδα, κάποιος πρέπει να θυμάται πώς μύριζαν οι αυλές με το γιασεμί στην παλιά Αθήνα.

Η Άλωση των Αθηνών είναι ένα γκροτέσκο μανιφέστο τού να επιβιώνεις με αυτοσαρκασμό και μνήμη. Είναι, δηλαδη, το αντίθετο του να δραπετεύεις από όσα θέλεις να ξεχάσεις.

Αν τα υπόλοιπα βιβλία της στήλης Stories Under the Sun είναι βαθιές ανάσες, τούτο εδώ είναι βήχας. Κι αυτό είναι κομπλιμέντο.