Η Γιώτα Γουβέλη γράφει την ιστορία μίας νεαρής παραμάνας που αντιστέκεται και ματώνει, εγκλωβισμένη ανάμεσα στο μίσος και την ανθρωπιά στη Θεσσαλία του 1910. Μία ιστορία που συγκινεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου.

Ο κάμπος έχει τη δική του πολυτάραχη ιστορία. Η Θεσσαλία από νωρίς, τα πρώτα χρόνια του 1900, είναι ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Οι άνθρωποι της περιοχής επί χρόνια ζουν την άσκηση εξουσίας των ιδιοκτητών. Εξαθλιωμένοι ακτήμονες σκλάβοι που μοχθούν για ένα κομμάτι ψωμί και αυταρχικοί τσιφλικάδες, δύο κόσμοι διαφορετικοί που διεκδικούν τη γη που καρπίζει, με αίμα και αγώνες. Το 1910 ο κάμπος βράζει πια από τον ξεσηκωμό των κολίγων. Είναι πια έτοιμοι να διεκδικήσουν δυναμικά το δίκιο τους.

Η Παραμάνα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα είναι μία βεντάλια χαρακτήρων της εποχής, αναγνωρίσιμων ακόμα και σήμερα.

Μία ιστορία με συνεχείς ανατροπές που θα σε μεταφέρει σε μέρη του τότε. Ποιος δεν μπορεί να φέρει στο μυαλό του το περιτριγυρισμένο απο καπνοχώραφα χωριό ή τα αρχοντικά και τα καπνομάγαζα του Βόλου εκείνης της εποχής;

Ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1908 και το όνομα της πρωταγωνίστριας, Μελιχιώ, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Μία σύνθεση αρχαίας ελληνικής και τουρκικής λέξης, “Μέλι και Οχιά”, όπως περιγράφει η μάνα της, η ταλαιπωρημένη από τη ζωή Ζήσαινα.

«[…] η Μελιχιώ ήταν φτιαξιά του διαόλου. Όσο ήσυχη και υπάκουη ήταν μικρή, τόσο αγρίεψε τώρα που το κορμί της φούσκωνε σαν καρβέλι στον φούρνο. Και τα μάτια της κάρβουνα αναμμένα, ποιο σερνικό θα την έβλεπε και δεν θα τη λιμπιζόταν, π’ ανάθεμά την. Μέλι κι οχιά, όπως το ‘λέγε και τ’ όνομά της».

Η 16χρονη Μελιχιώ, κόρη κολίγων, έχει γεννηθεί “στη λάθος πλευρά του κόσμου”. Μία ανεξάρτητη φύση, μία γυναίκα με δυνατά ένστικτα που βιώνει την καταπίεση της μάνας της, της μικρής κοινωνίας και φυσικά το περιβάλλοντος. Ερωτεύεται το ομορφόπαιδο της καπναποθήκης, τον Λαυρέντη, και κάνει όνειρα για μια ζωή χωρίς την τυραννία των τσιφλικάδων και των επιστατών τους. Όμως έχει γεννηθεί και στη λάθος εποχή.

Τσιφιλικάδες και επιστάτες έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν στις ζωές τους, να τους απαγορεύουν να παντρευτούν, να μην κυκλοφορούν τη νύχτα, να μην μιλάνε μεταξύ τους. Η γενναία και ατίθαση Μελιχιώ είναι παθιασμένη και αποφασισμένη να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο όπου η αγριότητα, οι απειλές, οι βιασμοί, η ανέχεια και η αρρώστια επικρατούν.

Ο ξεσηκωμός, τα συλλαλητήρια, οι αγώνες είναι τα μόνα τους όπλα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.

Στόχος είναι να ορίζουν εκείνοι τη ζωή τους. Ωστόσο, όσα γίνονται τον Μάρτη του 1910 στο Κιλελέρ της γκρεμίζουν τα όνειρα κι τις ελπίδες. Οι αγρότες συγκεντρώνονται, διαμαρτύρονται, φωνάζουν, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Χύνουν το αίμα τους και οι θύτες τους οδηγούν στις φυλακές και σε ατιμωτικές δίκες.

Αναπάντεχα, μια ματωμένη υπόσχεση ξαναζωντανεύει τις προσδοκίες: Πρόκειται για ένα πουγκί γεμάτο λίρες με τίμημα τέσσερις ζωές. Η οικογένεια του τσιφλικά Νικήτα Κοντόπουλου και τα τέσσερα παιδιά τους μπαίνουν στο στόχαστρο.

Τι ρόλο παίζει η παραμάνα τους; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο καταπιεσμένος άνθρωπος για να αλλάξει τη μοίρα του; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια ερωτευμένη γυναίκα παρασυρμένη από το παράφορο πάθος της; Αθώοι και ένοχοι μπερδεύονται δραματικά, η αλήθεια ανατρέπεται συνεχώς ώσπου να έρθει η ώρα της κάθαρσης.

Η Γιώτα Γουβέλη επιλέγει να χωρίσει τα κεφάλαια του βιβλίου με στίχους του ποιήματος Φαρμακεύτρια από τα Ειδύλλια του Θεοκρίτου, σε μετάφραση του Ι. Πολέμη. Σε συνέντευξή της στη Μαρκέλλα Μικέλη η συγγραφέας ανέφερε ότι η ιστορία του βιβλίου είναι ένας υπαρκτός αστικός μύθος του Βόλου με διάφορες εκδοχές κι εκείνη ακολούθησε πιστά τη μία εκδοχή.

«Είναι νόμος της ζωής, έρχεται πάντα η στιγμή που πέφτουν οι μάσκες. Και τότε, η αγάπη, το πάθος, οι ιδέες, οι οικογενειακοί δεσμοί ξεσκεπάζουν και την άλλη τους όψη, τη θανατερή».

Βρες το βιβλίο εδώ