Second hand shops, Thrift shops, ρούχα νέας κοπής αλλά vintage αισθητικής. Τα τελευταία χρόνια ό,τι παλιό και ντεμοντέ θεωρείται μοντέρνο και ψαγμένο, όσο απρόσμενο κι αν ακούγεται αυτό. Γιατί όμως σήμερα αγαπάμε τόσο πολύ το vintage;

Πριν τον 20ο αιώνα τα «second hand shops» αποτελούσαν τη μοναδική ευκαιρία για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα να ανανεώσουν τη γκαρνταρόμπα τους. Με τη βιομηχανική επανάσταση όμως τα πράγματα αλλάζουν, καθώς με τη νέα κοινωνική κινητικότητα που άρχισε να εμφανίζεται, η εξωτερική συμπεριφορά, το στήσιμο, οι τρόποι και φυσικά η ενδυμασία, ήταν σημαντικοί παράγοντες για την εξέλιξη κάποιου. Οι χιλιάδες νέοι που φιλοδοξούσαν να γίνουν το «νέο χρήμα», έπρεπε να δείξουν με κάποιο τρόπο πως ήρθαν για να μείνουν στο χώρο των επιχειρήσεων και το ντύσιμο ήταν ένα τρόπος για να το δηλώσουν. «Fake it till you make it» που λένε και οι Άγγλοι.

vinatge-clothing-shops

Και ενώ η παραγωγή και κατανάλωση νέων ρούχων είχε αρχίσει να ακολουθεί τον δρόμο της, οι δεκαετίες των ‘60s και ‘70s και το κίνημα των hippies επανέφεραν στο προσκήνιο τα second hand shops. Περιβαλλοντολογικά σκάνδαλα και ο κίνδυνος του fashion pollution, της μόλυνσης του περιβάλλοντος από τις τοξικές βαφές που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των ρούχων, έφεραν στο προσκήνιο την ανακύκλωση των ρούχων.

Με την πάροδο του χρόνου η μόδα των hippies πέρασε και η ανησυχία για το περιβάλλον κάπως κατευνάστηκε. Τα καταστήματα με τα μεταχειρισμένα συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά βρίσκονταν στο παρασκήνιο. Μέχρι που εμφανίστηκε ξανά μια νέα τάση που θέλει το παλιό, το «vintage», το «ντεμοντέ» να είναι η τελευταία λέξη της μόδας.

Αυτή την φορά δεν ήταν η οικολογική ευαισθησία που έκανε μοδάτη την ανακύκλωση των ρούχων, ούτε απαραίτητα η οικονομική κρίση. Εξάλλου οι τιμές κυμαίνονται από πέντε έως μερικές χιλιάδες ευρώ. Μάλιστα η πελατεία των second hand shops διευρύνθηκε. Οικονομικά εύρωστοι, μικρομεσαίοι, πτυχιούχοι και απόφοιτοι λυκείου, όλοι έρχονται σ’ αυτά τα μαγαζιά έχοντας κάτι κοινό. Την ανάγκη για το κάτι μοναδικό.

Θα ήταν απρόσεχτο να αποδώσουμε αυτή τη στροφή σε μια απλή μόδα που θα περάσει, καθώς τίποτα φαίνεται να μην είναι ανεξάρτητο από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε. Διανύουμε την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Όλα τα προϊόντα παράγονται πλέον με μαζικό τρόπο και η τεχνοτροπία έχει αγγίξει την τελειότητα σε σημείο κορεσμού.

Οι ατέλειες ενός χειροποίητου, σπάνιου ή παλιού αντικειμένου θεωρούνται πλέον χαριτωμένες. Σε μια αναζήτηση της νιτσεϊκής αύρας οι άνθρωποι των  tablets και του iPhone προσπαθούν να βρουν το σύγχρονο «τοτέμ» που θα ξυπνήσει μέσα τους τον «Διόνυσο». Το χειροποίητο είναι μοναδικό και συνδέει κατά ένα μαγικό τρόπο τον δημιουργό με τον κάτοχο. Το παλαιό συνδέει με τον ίδιο τρόπο τον πρώην κάτοχο με τον καινούργιο, μεταδίδοντας συναισθήματα και αναμνήσεις. Έτσι τo vintage έγινε δημοφιλές όχι μόνο στα ρούχα, αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής.

Τι θεωρείται όμως «vintage»; Όπως ακριβώς το λέει κι η λέξη, αρχικά σήμαινε τη διαδικασία κατά την οποία μεστώνει το κρασί. Αργότερα vintage άρχισε να θεωρείται οποιοδήποτε αντικείμενο απέκτησε αξία με την πάροδο του χρόνου, σαν το παλιό κρασί που λένε. Όσον αφορά τα ρούχα, οτιδήποτε ήταν στη μόδα τουλάχιστον είκοσι χρόνια πριν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Βέβαια υπάρχει ένα χρονικό σύνορο και αυτό είναι η δεκαετία του 1920. Τα ρούχα πριν από αυτή την δεκαετία αποκαλούνται «αντίκες» και όχι «vintage».

fashion

Να λοιπόν που και στην κουλτούρα της αναζήτησης της μοναδικότητας υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί. Είναι πολύ διαφορετικό κάποιος να κυκλοφορεί φορώντας αντίκες από το να φοράει vintage ρούχα. Είναι εκείνη η μικρή διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει την εκκεντρικότητα από την τρέλα. Τι το σημαντικό όμως έχει η δεκαετία του 1920 και θεωρείται ορόσημο στην κατηγοριοποίηση της μόδας;

Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η μόδα δεν είχε τον χαρακτήρα που έχει σήμερα. Ήταν περισσότερο σύμβολο της οικονομικοκοινωνικής κατάστασης και του φύλου. Τα κοψίματα, τα χρώματα και τα υφάσματα μπορεί να άλλαζαν μετά από μεγάλες περιόδους, όμως κάποια πράγματα παρέμεναν ίδια. Δεν έχει σημασία αν οι ευκατάστατες κυρίες το 1800 φορούσαν μακριά αέρινα φορέματα που τόνιζαν το στήθος ή αν το 1850 φορούσαν κορσέδες για να τονίσουν τη μέση τους. Το σίγουρο είναι πως ήθελαν να προβάλλουν την θηλυκότητά τους. Το ίδιο ισχύει και με τους φτωχούς. Μπορεί ανά τις εποχές τα ρούχα τους να διέφεραν, όμως δεν έπαυαν να θεωρούνται κουρέλια.

Από το ξεκίνημα του 20ου αιώνα όμως άρχισε να γίνεται μια επανάσταση στο χώρο της μόδας, με ορόσημο την δεκαετία του ’20. Αν η δεκαετία του ’20 θεωρείται η δεκαετία της γέννησης της Ιδεολογίας ως έννοιας, το ίδιο ισχύει και για τη γέννηση των τάσεων της μόδας. Τα ρούχα πλέον είναι κάτι παραπάνω από στολές δηλωτικές της τάξης και του φύλου, καθώς δηλώνουν πλέον χαρακτήρα. Οι γυναίκες στη Δύση φορούν ακόμα και παντελόνια ή φορέματα τύπου φλάπερ. Ο σχεδιασμός τους είναι πιο «τετράγωνος», άρα και αντρικός, παρά στρογγυλεμένος και θηλυκός. Από τότε η μόδα άρχισε να αλλάζει συνεχώς, σχεδόν ανά δεκαετία, και έτσι ήρθε στο προσκήνιο ο όρος ντεμοντέ. Ήταν λοιπόν λογικό κι αναμενόμενο οι θαυμαστές του παλιού ρουχισμού να στραφούν στα πιο μοντέρνα σχέδια και να μη χαθούν στην ενδυματολογική άβυσσο της ιστορίας.

Η στροφή προς το παρελθόν, τις ρίζες, τον πνευματισμό και το μυστήριο δεν είναι κάτι το καινούργιο στην ιστορία. Διαφορετικά δεν θα υπήρχαν μουσεία, συλλογές, κειμήλια, ναοί. Όμως είναι η πρώτη φορά που η στροφή αυτή γίνεται αποδεκτή και ακολουθείται από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, μορφωμένων ή μη, μετά τους μοντέρνους καιρούς. Κάποιοι τους αποκαλούν χίπστερς, μετά από το ομώνυμο κίνημα του ’40 με τους μουσικούς της jazz, το στυλ των οποίων έχει κατά κάποιο τρόπο επανέλθει, όμως η κατηγορία είναι πιο διευρυμένη και δεν αφορά μόνο τα ρούχα.

Αστρολόγοι, μέντιουμ, παραφυσιολόγοι, πνευματολόγοι και παντός είδους φαντασιολόγοι βγάζουν εκατομμύρια πλησιάζοντας όχι μόνο τους αμόρφωτους ή εκείνους που εύκολα εξαπατώνται, αλλά ακόμα και καθηγητές πανεπιστημίων. Η φράση «μου χαλάς τα vibes» αντικατέστησε το «μου σπας τα νεύρα» όπως πολλές φορές σήμερα ο γκουρού της γιόγκα αντικαθιστά τον νευρολόγο. «Ψαγμένος» πλέον είσαι όταν ψάχνεις για κάτι εναλλακτικό, πέρα από αυτό που συνιστά ο γιατρός, ο επιστήμονας ή –στην περίπτωση των ρούχων- η Vogue.

Κάποτε «ψαγμένος» ήταν αυτός που κυνηγούσε το νέο, το πρωτοποριακό, το καινούργιο σε όλα τα επίπεδα. Φανταστείτε τους έφηβους και τις έφηβες του ’90. Τσιχλόφουσκα babalu, νέο πανίσχυρο τζελ στα μαλλιά, βιντεοπαιχνίδια και ώρες ξεφυλλίσματος  της σούπερ Κατερίνας. Ποιες είναι οι τελευταίες τάσεις της μόδας, τι φοριέται στην Αμερική; Η μόδα άλλαζε κάθε χρόνο και το να φοράς το πουλόβερ της μεγαλύτερου αδελφού σίγουρα δεν ήταν «κουλ».

Με τα χρόνια όλη αυτή η αναζήτηση του πρωτοποριακού άρχισε να κουράζει. Ο ρομαντισμός και τα ιστορικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή η κυριαρχία του ιδεατού, του συναισθήματος, η στροφή στη φαντασία και η νοσταλγία για το παρελθόν, έχουν κατά κάποιο τρόπο επιστρέψει. Και όμως οι άνθρωποι των social media, των smartphones και των applications έχουν μια ρομαντική πλευρά. Διαφορετικά θα υπήρχε το instagram και τα φίλτρα που κάνουν τις φωτογραφίες να φαίνονται παλιές; Οι –ας τους πούμε- βιντατζάνθρωποι είναι οι «σολομοί» που κολυμπούν ανάποδα σε ένα ποτάμι μοντερνισμού. Είναι όμως τόσοι πολλοί που ειρωνικά αποτελούν πλέον κοπάδι. Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι αυθεντικές ρομαντικές ψυχές που ονειροπολούν ακόμα και στις πιο κυνικές εποχές, ανεξάρτητα από μόδες, τάσεις και ρεύματα.