Φοράω γάντια και ρίχνω μέσα στην τσάντα μου αντιβακτηριδιακά μαντηλάκια. Κρατάω την λίστα με τα ψώνια στο χέρι και βγαίνω. Ο ήλιος με τυφλώνει, τρεκλίζω, νιώθω σαν μεθυσμένη. Πόσες μέρες έχω να βγω; Δε θυμάμαι…Μα τι κάνω; Κλείστηκα σαν το ποντίκι στο σπίτι, θα μπορούσα να περπατάω χωρίς άγχος για να φτάσω κάπου. Προχωράω στο πεζοδρόμιο και κοιτάζω ψηλά.

Ξαφνικά παγώνω, δεν έχω στείλει μήνυμα, κι αν με πιάσουν; Δεν είμαι τώρα για τέτοια! Βγάζω το κινητό μου, πως να γράψω με τα γάντια; Ποιο είναι το νούμερο για τις προμήθειες;

Η ουρά έξω απ’ το σούπερ μάρκετ φτάνει μέχρι τον φούρνο που είναι ένα τετράγωνο παρακάτω. Βλέπω πολλούς με μάσκα, πού τις βρίσκουν; Περιμένω την σειρά μου και φοβάμαι την κυρία που στέκεται μπροστά μου. Ο κύριος πίσω μου λογικά θα φοβάται εμένα για τον ίδιο λόγο. Είμαστε περίεργοι, δεν συζητάμε, άλλοτε με τέτοια αναμονή θα πιάναμε κουβέντα, τώρα κοιτάζουμε ευθεία χωρίς να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας πολλές φορές. Πλησιάζουμε με ταχύτητα χελώνας, θα είμαι πολύ ώρα έξω, εκτεθειμένη, φοβάμαι λίγο και γι’ αυτό. Τι εσάς δεν σας πέρασε απ’ το μυαλό ποτέ;

Προσέχω και θα προσέχω για τον καθένα που θα μπορούσε να κινδυνεύσει εξαιτίας μου.

Δεν έχω βγει καθόλου σ’ όλη την διάρκεια της καραντίνας γιατί φοβάμαι. Ξέρω πως τα συμπτώματα μπορεί να είναι ήπια, όταν όμως ο γλυκούλης ο Τσιόδρας μετράει και ξαναμετράει το απόγευμα στις έξι κρούσματα και νεκρούς παρακαλάω από μέσα μου να μην αρρωστήσει κανείς άλλος και από πιο μέσα μου παρακαλάω να μην αρρωστήσω κι εγώ. Στο σούπερ μάρκετ μοιάζουμε σα να παίζουμε σε κάποιο παιχνίδι. Σέρνουμε καροτσάκια, κρατάμε απόσταση, στους διαδρόμους κολλάμε πάνω στα προϊόντα για να μην υπάρξει καμιά επαφή και σκαρφιζόμαστε συνεχώς καμιά εξυπνάδα για να την μοιράσουμε στους ανθρώπους που με κρεμασμένα μούτρα εργάζονται όσο καλύτερα μπορούν.

Έχω μια συμπάθεια σε όσους δυσκολεύονται με τη δουλειά τους, με νοιάζει η κουβέντα που θα τους αφήσω για να γίνει ευκολότερη η βάρδια τους ή για νια νιώσουν πως κάποιος τους καταλαβαίνει. Με κάθε νέα γνωριμία τα βρίσκω σκούρα, αισθάνομαι άβολα μα αν δω κάποιον ξένο να ζορίζεται ενώ εργάζεται θα τον πλησιάσω και θα του δώσω με μια πρόταση λίγο κουράγιο. Αναρωτιέμαι που το βρίσκω τόσο θάρρος…Μπορεί αυτή να είναι η κρυφή μου δύναμη. Όταν ξαναγυρίσω στην δουλειά θα το πω στο HR, τους αρέσουν κάτι τέτοια.

Φτάνω στο ταμείο, η κοπέλα δεν με κοιτάζει, κάνει την ίδια μηχανική κίνηση αλλάζουν μονάχα τα προϊόντα στα χέρια της.

Γεμίζω την τσάντα μου με τις προμήθειες μιας βδομάδας. Την κοιτάζω μα εκείνη δε με βλέπει, δεν έχει χάσει την ευγένεια της, είναι πολύ κουρασμένη, το καταλαβαίνω. Το πρόσωπο μου λάμπει, από τον ύπνο και τις κρέμες που βάζω. Το δικό της είναι ταλαιπωρημένο, τρέχει από βάρδια σε βάρδια μαζί με τον φόβο. Είμαι σίγουρη πως φοβάται κι εκείνη. Μου δίνει την απόδειξη με προσοχή και το βλέμμα μας διασταυρώνεται.

«Να ξεκουράζεστε όσο μπορείτε! Καλή δύναμη!» Το πρόσωπο της φωτίζεται και μου χαμογελάει, αν μπορούσαμε θα σφίγγαμε τα χέρια μας, είμαι σίγουρη.