Φούμαρα Savoir Ville

Καπνίζω. Δεν θα δεχτώ συμβουλές τύπου “κόψτο” ούτε ρητορικές ερωτήσεις τύπου “καλα δεν ξέρεις τι κακό κάνεις στον εαυτό σου;”, ούτε έμμεσες νήξεις για να “βάλω μυαλό” και να μην ξανακαπνίσω τύπου “καλά μορφωμένη κοπέλα τι εξαρτάσαι από αυτό; Το έχεις ανάγκη;”. Καπνίζω. Πολλά χρόνια. Δεν δοκίμασα να καπνίσω για να ταιριάζω με τους φίλους μου, για να νιώθω πιο αποδεκτή, λιγότερο “κότα”, ή περισσότερο “μεγάλη”. Όταν δοκίμασαν τσιγάρο οι φίλοι μου εκεί στο γυμνάσιο και μετά οι περισσότεροι το ξεκίνησαν κανονικά τους έβριζα. Για το κακό που κάνουν στον εαυτό τους. Για την εικόνα που νόμιζα οτι ήθελαν να περάσουν  ή που όντως ήθελαν να περάσουν. Για την ανωριμότητα τους, τους έλεγα. Για την εξάρτηση τους από αυτό, τους έλεγα. Μετά κατάλαβα. Ήταν ένα καλοκαίρι αφού είχα τελειώσει το σχολείο που ξεκίνησα το κάπνισμα. Έτσι. Μόνη μου. Στο σπίτι. Χωρίς παρέα, χωρίς κανέναν να με βλέπει, χωρίς κανέναν να μου το προσφέρει. Πήγα μόνη μου στο περίπτερο και ζήτησα ένα πακέτο σαν αυτά που κάπνιζαν οι μέχρι τότε συμμαθητές μου. Πήρα το πακέτο, πήγα σπίτι, έλειπαν οι γονείς μου σε διακοπές, έκατσα στο τραπέζι της κουζίνας, άνοιξα με τελετουργικές και λίγο τρεμάμενες κινήσεις το πακέτο, έβγαλα ένα τσιγάρο, το μύρισα, το κράτησα για αρκετή ώρα στην παλάμη μου, το έσφιξα, το έπαιξα με τα δάχτυλα μου, έκανα πως το κρατάω, πως το καπνίζω, πως τινάζω την στάχτη του. Κοίταγα το χέρι μου να δω αν μου πάει. Το έβαλα στο στόμα μου, το κράτησα ανάμεσα στα δόντια μου, το πήγαινα πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, κι έκανα πως καπνίζω, πως φυσάω τον καπνό, πως το καπνίζω κομψά και γυναικεία, πως το καπνίζω σαν βαρύμαγκας. Έπαιζα αρκετή ώρα με το τσιγάρο. Το είχα καταστρέψει θα έλεγα. Έπαιζα με την σκέψη μου και με την επιθυμία που μου προκαλούσε η περιέργεια να το ανάψω και να το γνωρίσω. Φοβόμουνα και αγωνιούσα.   Φοβόμουνα μην πνιγώ με τον καπνό, μην δεν το ανάψω σωστά, μην μπουν οι γονείς μου αιφνιδίως σπίτι – πράγμα αδύνατον, θα έλειπαν όλο το καλοκαίρι- και με δουν με το τσιγάρο στο χέρι, μα πιο πολύ φοβόμουν μήπως μου αρέσει και αρχίσω να καπνίζω. Δεν ήθελα να αρχίσω το τσιγαρο, να το δοκιμάσω ήθελα. Αλλά αγωνιούσα και φοβόμουν αν θα μου άρεσε και θα το συνέχιζα. Άναψα το τσιγάρο. Πνίγηκα εννοείται. Ώστε δεν ήταν τόσο απλό όσο φαινόταν λοιπόν. Καπνός στον λαιμό μου, βήχας, δάκρυα από το πνίξιμο και μια απαίσια γεύση. Κανένας δεν θα πει ότι του άρεσε το πρώτο τσιγάρο που άναψε. Θα παραδεχτούν όλοι πως ήταν κάτι άβολο, άχαρο και πως αυτό που γεύτηκαν δεν είχε καμία σχέση με την ηδονή και την απόλαυση που περίμεναν να γευτούν. Κάτι παρόμοιο και με την πρώτη φορά που κάνεις σεξ είναι και η πρώτη φορά που δοκιμάζεις το τσιγάρο. Άβολο, άχαρο χωρίς καμία ευχαρίστηση. Διεκπαιρεωτικό. Γίνεται για να γίνει. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το τσιγάρο. Δεν μου άρεσε καθόλου. Αλλά το συνέχισα. Το έμαθα. Το συνήθισα. Όπως γίνεται με διάφορα πράγματα στην ζωή άλλωστε. Δεν ήξερα να καπνίζω. Έμαθα. Δεν μ’άρεσε που ξεκίνησα να καπνίζω. Αλλά κάπνιζα. Και καπνίζω. Δεν θα πω τι μου αρέσει στο τσιγάρο. Δεν θέλω να πείσω κανέναν για τα ωραία που βρίσκω στο τσιγάρο. Όπως δεν μου αρέσουν οι νουθεσίες περί διακοπής του καπνίσματος έτσι δεν μου αρέσει και δεν θέλω να “προπαγανδίσω υπέρ του”. Καπνίζω. Και ξέρω το κακό που κάνω στον εαυτό μου. Και στους άλλους. Οργανικά. Αλλά και ψυχολογικά. Καπνίζω. Και δεν μου αρέσει η εξάρτηση που έχω με, από και για αυτό. Δεν μου αρέσει όταν είμαι σε χώρο που δεν μπορώ να καπνίσω  λυσσάω να βγω έξω για να καπνίσω. Δεν μου αρέσει που όταν πηγαίνω στον γιατρό και με ρωτάει αν καπνίζω και του απαντάω “ναι” μου λέει “και να σου πω να το κόψεις δεν θα το κόψεις, ελάττωσε το τουλάχιστον”, γιατί ξέρω οτι έχει δίκιο, και γιατί ξέρω πως δεν μπορώ να το κόψω. Δυστυχώς ούτε και να το ελαττώσω. Δεν μου αρέσει που κάποιες φορές ασυναίσθητα με το που σβήνω το ένα τσιγάρο ανάβω το άλλο. Δεν μου αρέσει η τσιγαρίλα που μυρίζουν κάποιες φορές τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου όταν γυρνάω σπίτι. Δεν μου αρέσει που θα βγω από το σπίτι πέντε το πρωί και θα πάρω το αμάξι για να βρω περίπτερο να πάρω τσιγάρα. Δεν μου αρέσει που όταν βλεπω πως μου έχουν μείνει μόνο τρία τσιγάρα στο πακέτο με πιάνει άγχος. Καπνίζω. Και δεν μου αρέσει που μου αρέσει να καπνίζω παρά τα όσα δεν μου αρέσουν και παρά το κακό που ξέρω πως μου κάνει. Πως μου κάνω. Ο λόγος που γράφω όσα γράφω είναι γιατί αρκετές φορές οι άνθρωποι μου θυμίζουν τα τσιγάρα. Ξέρουμε πως κάποιοι άνθρωποι μας κάνουν κακό αλλά δεν τους κόβουμε. Και δεν αντέχουμε όταν μας λένε οι άλλοι “τι ασχολείσαι; Δεν βλέπεις πως καταστρέφεις τον εαυτό σου;” Βλέπουμε το κακό που κάνουμε στον εαυτό μας οργανικά και ψυχολογικά αλλά δεν μπορούμε να μην βγούμε από το σπίτι πέντε το πρωί για να πάμε να τους βρούμε. Νιώθουμε το κακό που μας κάνουνε αλλά μας πιάνει άγχος όταν τελειώνει ο χρόνος μας μαζί τους. Μας λένε οι άλλοι “δεν θα σου πω να κόψεις τελείως αλλά ελάττωσε λίγο, ταχύτητα, προσδοκίες, επιθυμίες”, κι εμείς κουνάμε στωικά ίσως και λυπημένα το κεφάλι πιστεύοντας πως δεν μπορούμε. Ασυναίσθητα “ρουφάμε” στιγμές μαζί τους, στιγμές που προσφέρουν παρωδική χαρά και ευχαρίστηση χωρίς να υπολογίζουμε τις μακροπρόθεσμες καταστροφικές συνέπειες. Και σίγουρα δεν μας αρέσει αυτή η αίσθηση που μας αφήνουν όταν γυρνάμε σπίτι μας. Δεν ξέρω τελικά αν κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν με τσιγάρα ή αν είναι η σχέση που έχουμε με κάποιους ανθρώπους που μοιάζει με την σχέση που έχουμε με τα τσιγάρα. Η σχέση είναι τελικά μάλλον. Αυτή η σχέση εξάρτησης, παράδοσης, αδυναμίας. Που όσο και να ξέρουμε το “λάθος”, το “κακό”, δεν “κόβουμε”. “Το ελέγχω”, λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους, και ελπίζουμε όταν ξαπλώνουμε το βράδυ με την αίσθηση που τσιγάρα και άνθρωποι μας αφήνουν να θέλαμε πραγματικά να “κόψουμε”. Γιατί αν θέλαμε, θα μπορούσαμε.