«Καλά, μην το κάνεις θέμα, ένας καφές είναι.»
Το είπα εγώ στον εαυτό μου έξι φορές δηλαδή, μέχρι που φόρεσα πουκάμισο (χωρίς λόγο), έβγαλα το πουκάμισο γιατί ίδρωσα από το άγχος, και τελικά κατέληξα με t-shirt που έγραφε “ΦΙΛ ΔΕ ΛΟΒ”.
Δεν είναι ότι ήθελα να στείλω μήνυμα αλλά έστειλα. Άθελά μου. Έφτασα πρώτος. Ζήτησα έναν καφέ φίλτρου και για εκείνη έναν φρέντο εσπρέσσο μέτριο, και ναι, ξέρω, κανείς δεν πίνει φίλτρου — αλλά εγώ είμαι αυτός. Τι να γίνει τώρα;
Ήρθε χαμογελώντας…
Φορούσε κάτι που δεν θυμάμαι ακριβώς τι ήταν, γιατί έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάει τον καρπό της. Ναι, το τατουάζ. Αυτό με το κύμα. Με το ξεθωριασμένο μπλε.
Αμήχανο πρώτο δευτερόλεπτο. «Σου ταιριάζει το μπλε», της είπα. «Δεν φοράω μπλε»…Ουπς! Και ναι. Φορούσε πράσινο.
Κι εγώ ήθελα να πέσω μέσα στον καφέ φίλτρου και να εξατμιστώ μαζί του. Στην προσπάθεια μας όμως να πούμε κάτι έξυπνο ταυτόχρονα, βγήκε κι ένα -επίσης αμήχανο- «Ωραίες κούπες έχει το μαγαζί.» Ναι. Οι κούπες. Το highlight της συζήτησης. Αμήχανο δευτερόλεπτο vol.2.
Μετά από πέντε λεπτά κούφιας σιωπής και ενός περιστεριού που σχεδόν πέταξε μέσα από τα μαλλιά της, αρχίσαμε να χαλαρώνουμε.
Και τότε ξεκίνησε η κουβέντα που δεν ξέρεις ότι θα θυμάσαι για πάντα, αλλά έτσι θα συμβεί ακόμα κι αν δεν το περιμένεις εξαρχής!
«Τι σε κουράζει πιο πολύ τελευταία;» με ρώτησε. Και δεν πήγαινε καθόλου στο “έχω πολλή δουλειά”, “δεν κοιμάμαι καλά”, “δεν αντέχω άλλο τα Excel”. Πήγε κατευθείαν στην καρδιά.
«Ότι όλα πρέπει να είναι τέλεια και ταυτόχρονα να φαίνονται φυσικά. Και δεν είμαι καλός ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο.»
Χαμογέλασε και είπε: «Ξέρεις τι με κουράζει εμένα; Ότι κάθε μέρα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα είναι ΟΚ, ενώ δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία μέρα που ήταν όντως.»
Μείναμε έτσι. Για λίγο. Και μετά ήρθε ο σερβιτόρος και έριξε την απόδειξη ανάμεσά μας — σαν να μας υπενθύμισε ότι όλο αυτό έχει ημερομηνία και ώρα λήξης.
Και μετά μιλήσαμε για παιδικά τραύματα που ντύσαμε σαν αστείες ιστορίες: Εγώ είχα φοβία με τις κούκλες μετά από ένα επεισόδιο του X-Files. Εκείνη είχε κρυφτεί σε ντουλάπα όταν ήταν μικρή, γιατί δεν άντεχε να ακούει τους γονείς της να τσακώνονται — και κοιμήθηκε εκεί. Την επόμενη μέρα έλεγε στο σχολείο ότι ήθελε να μένει στη ντουλάπα γιατί ήταν “σαν μικρό σπίτι”.
«Harry Potter» είπα εγώ. «Εγώ το έκανα πρώτη», μου απάντησε. Και γελάσαμε.
Πριν φύγουμε, μου είπε: «Πάντως… δεν ήταν ραντεβού αυτό, έτσι;» «Όχι μωρέ. Καφές ήταν. Απλά με συναισθηματικά side effects.»
Με χαιρέτησε φεύγοντας, με μια αμήχανη αγκαλιά, και λίγο μετά πήρα μήνυμα. Μια φωτογραφία του καρπού της με το κύμα και από κάτω έγραφε: «Λένε ότι τα κύματα δεν είναι ποτέ ίδια. Ούτε τα καφεδάκια.»
Και τώρα κάθομαι και γράφω εδώ, με τον δεύτερο καφέ φίλτρου δίπλα μου κρύο πια, κι αναρωτιέμαι: Αν αυτό δεν ήταν ραντεβού… τι θα είναι όταν όντως είναι;