Όνομα και πράγμα, Μεγάλη Παρασκευή. Δεν περίμενα πως θα με επηρεάσει, μόλις χθες είχα όλη την δύναμη να συνετίζω την μαμά μου, και τώρα δε μπορώ να συμμαζέψω εμένα. Μου λείπει η ρουτίνα της μέρας, αναπολώ όσα θα έκανα υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής είναι αφιερωμένο στην γιαγιά μου. Μαζί στα τελευταία ψώνια για το τραπέζι, μαζί στην εκκλησία για να δούμε τον στολισμό του Επιταφίου, μαζί για ένα ελληνικό καφεδάκι στην πλατεία του χωριού.

Απολαμβάνει την μέρα και δεν αφήνει να της την χαλάσει κανείς, θεωρεί πως οι αργίες, οι ημιαργίες και οι Κυριακές δεν μοιάζουν σε τίποτα με το σημερινό ευλογημένο ρεπό. Τι κι αν επιμένω πως υπάρχει τόσος κόσμος που δουλεύει, εκείνη υποστηρίζει πως όλοι αισθάνονται μέσα τους το ευλογημένο ρεπό. Έχασα την δική μου μικρή παράδοση της μέρας αυτής την πρώτη φορά που μου κόλλησαν ένσημα και μου είπαν πως δεν δικαιούμαι άδεια γιατί ήμουν ο ψάρακλας του γραφείου και δεν ένιωσα καθόλου το ευλογημένο ρεπό. Την επόμενη χρονιά που πήρα την άδεια και χώσαμε στο γραφείο τον νέο ψάρακλα, το ένιωσα για τα καλά.

Η γιαγιά Ειρήνη δεν μοιάζει με τις άλλες γιαγιάδες. Τα ρούχα της δεν είναι μαύρα, αλλά χρωματιστά, δεν φτιάχνει κουλουράκια και τσουρέκια μα τα αγοράζει από τον φούρνο. Της αρέσει που πάμε στο χωριό και ανοίγουμε το σπίτι, όπως λέει, και χαίρεται περισσότερο όταν μας καλούν οι θείοι, παρά όταν τους καλούμε εμείς, γιατί βαριέται τις ετοιμασίες. Κάποτε πρότεινε να πάμε στην Κέρκυρα για αλλαγή και αναρωτιόμασταν αν το εννοεί ή αν ξεκινάει το αλτσχάιμερ. Διασκέδασε αρκετά όταν κάλεσα τον Στάθη, τον Μίμη και την Άννα να περάσουν το Πάσχα μαζί μας, γιατί η παρέα με νέους την ανανεώνει.

Το Πάσχα δίπλα στην γιαγιά Ειρήνη είναι γιορτή, μυρίζει άνοιξη και η περιφορά του Επιταφίου κρατώντας την αγκαζέ είναι η στιγμή που κλείνει μέσα της μονάχα το εδώ και το τώρα. Αυτό ονομάζεται ενσυνειδητότητα, κι εσείς πιθανόν να το ξέρετε καλύτερα από εμένα. Εγώ πάλι το έμαθα απ’ τον Μίμη όταν βάλθηκε να με μυήσει στο mindfulness. Έλεγε και ξαναέλεγε πως είναι η επίγνωση που προκύπτει όταν παρατηρούμε προσεκτικά αυτό που βιώνουμε κάθε στιγμή στο παρόν.

Έλεγα και ξαναέλεγα πως ζω, όσα ζω, αδυνατούσα να καταλάβω τι χρειάζεται να παρατηρήσω παραπάνω. Όσο επέμενε ότι αξίζει να προσπαθήσω και έβρισκε ηλίθια παραδείγματα για να με βάλει να εξασκηθώ, τόσο αρνιόμουν.

Όταν όμως περιέγραψε πως νιώθεις τη στιγμή που έχεις επίγνωση για το τι συμβαίνει, για το άγχος που νικάς, την ευφορία που αισθάνεσαι έκλεισα τα μάτια μου και βρέθηκα πλάι στην γιαγιά Ειρήνη, που φορούσε τα καλά της. Εγώ την κρατούσα αγκαζέ, εκείνη κρατούσε το κεράκι της και φρόντιζε την φλόγα του για να μη σβήσει με το άλλο της χέρι. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μου λείπει για την ησυχία που απλώνει γύρω του. Εντάξει, και για τα καλαμαράκια που τρώμε μετά μαζί με ουζάκι.

Εύχομαι να της μοιάζω και θα τιμάω για χάρη της το ευλογημένο ρεπό.