Πλένω σχολαστικά το μπολ, το νερό είναι ζεστό μα τα σκασμένα μου χέρια τσούζουν πια. Το στεγνώνω προσεκτικά και το τοποθετώ ξανά κάτω από την μηχανή του ποπ κορν. Την ταΐζω βιολογικά καλαμπόκια και την αφήνω να κάνει τη δουλειά της για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα. Στηρίζομαι στον πάγκο της κουζίνας και ακούω τα καλαμπόκια που παλεύουν κι έπειτα παραδίνονται.

Μετακομίζοντας στο καινούριο σπίτι, που τώρα είναι παλιό, ένα από τα άχρηστα δώρα που έλαβα ήταν η ποπκορνομηχανή, που τώρα είναι χρήσιμη. Κάθομαι πολλές ώρες μπροστά στην τηλεόραση με μόνη συντροφιά το ποπ κορν. Είμαστε εγώ κι αυτό. Απέναντί μας βάζουμε τις ειδήσεις, τις σειρές, ξανά τις ειδήσεις και τις ταινίες. Οι ειδήσεις μας λένε για το πως θα μειώσουμε την διασπορά του ιού, τον αριθμό των νεκρών και το νέο σύνολο των κρουσμάτων της χώρας και του κόσμου. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος μας προτρέπει χαριτωμένα να μείνουμε στο σπίτι και ασυναίσθητα αφού τον δω να πλένει τα χέρια του, πηγαίνω και τα πλένω κι εγώ. Πετυχημένη διαφήμιση σκέφτομαι. Με τις ταινίες όλα είναι πιο ανακουφιστικά και το ποπ κορν πιο νόστιμο.

Δε μαγειρεύω συχνά, γιατί δεν θέλω να κάθομαι πολλές ώρες και μπροστά στην κουζίνα και γιατί έχω χάσει την όρεξη μου.

Είναι κι αυτό περίεργο, αφού όποτε ήμουν αγχωμένη έτρωγα πολύ. Πώς πέρασε έτσι πάλι η μέρα; Βράδιασε; Περνάω καθημερινά οχτώ ατέλειωτες και ανυπόφορες ώρες στο γραφείο. Στο σχόλασμα συγχρονίζομαι με τα ρολόγια, φροντίζω να έχω τελειώσει εγκαίρως ή φροντίζω να παριστάνω ότι έχω τελειώσει εγκαίρως, για να φύγω ακριβώς και να έχω κερδίσει κάθε λεπτό ελευθερίας. Τώρα που δεν πηγαίνω στο γραφείο οι ώρες τρέχουν και χορεύουν ενώ εγώ τις κοιτάζω καθισμένη στον καναπέ να κατρακυλάνε και αφήνω το μυαλό μου να φτιάχνει φανταστικές ιστορίες.

Δεν συνέβη τώρα αυτό. Έτσι με θυμάμαι, να φαντάζομαι πράγματα όταν βαριέμαι ή όταν δεν θέλω να στενοχωρηθώ. Για παράδειγμα, από τότε που μετακόμισα, παρατηρώ τον απέναντι γείτονα του τέταρτου. Όταν επιστρέφω απ’ την δουλειά τον βρίσκω να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας για βραδινό. Εκείνος τρώει μόνος κι εγώ καπνίζω μόνη στο μπαλκόνι. Φαντάζομαι πως η γυναίκα του είναι στο εξοχικό για κάποιες εργασίες, ή στο εξωτερικό στην μεγάλη τους κόρη που γεννάει ή μπορεί απλά να κάνει δίαιτα και να τον περιμένει στο σαλόνι χαζεύοντας κάποιο τηλεπαιχνίδι.

Δεν την βλέπω ποτέ και το θεωρώ απλά τυχαίο.

Σ’ αυτές τις έξι μέρες έχω ξεχάσει ποια είμαι, τι δουλειά κάνω, ποια δουλειά θα ήθελα να κάνω, τι μου αρέσει, τι δε μου αρέσει και πιθανόν να έχω ξεχάσει και να περπατάω. Μέχρι τώρα πίστευα πως όλα όσα μου λείπουν τα κλέβει ο χρόνος. Δεν είμαι δημιουργική γιατί δεν έχω χρόνο. Δεν μαγειρεύω καλά γιατί δεν έχω χρόνο να εξασκηθώ. Αφήνω πίσω την γυμναστική μου γιατί δεν προλαβαίνω. Τα βιβλία, που μου προτείνουν, μένουν αδιάβαστα γιατί βιβλία διαβάζεις όταν έχεις ελεύθερο χρόνο κι εγώ δεν έχω, ή καλύτερα δεν είχα. Όσο γυρνάνε όλα αυτά στο κεφάλι μου σηκώνομαι όρθια επάνω στον καναπέ, ξεροβήχω πριν ξεκινήσω το λόγο μου, η κουβέρτα κρέμεται απ’ τους ώμους μου και για λίγο μοιάζω με τον Μπάτμαν.

«Κύριες και κύριοι, είμαι η Ειρήνη Δαμιανού. Θέλω να ξέρετε ότι μπορώ να σώσω τον κόσμο απ’ τον καναπέ μου και θα το κάνω.»