familydinner

– Μπαμπά, όταν έμεινε έγκυος η μαμά σε εμένα, τι θέλατε; Αγοράκι ή κοριτσάκι;

– Ό,τι και να θέλαμε, εσύ μας ήρθες.

Ο μπαμπάς μου είναι αυτός. «Η κολώνα του σπιτιού μας», ο «μη εγώ εδώ μέσα (ακολουθεί ύφος και κούνημα χεριού ότι θα καταστραφούμε χωρίς αυτόν)», ο «αρχηγός της οικογένειας», «ποιός αρχηγός; Ό,τι θέλετε με κάνετε, με φάγατε, με φάγατε», θα απαντήσει όταν τον πούμε «αρχηγό της οικογένειας». Ο μπαμπάς μου, ο δυνατός της υπόθεσης, που μόνο σε τρεις κηδείες έχει κλάψει. Στην μία από αυτές ωστόσο -μιας θείας του γύρω στα 125- δήλωνε ολόχαρος «την κηδεία του Ζαμπέτα της έκανα». Ο μπαμπάς μου, η φωνή της λογικής, που αν φωνάξει βέβαια γίνεται Η φωνή, της φωνής, ω φωνή. Ο μπαμπάς μου, που θα κοροϊδέψει την μαμά μου όταν πηγαίνει κομμωτήριο, όταν βάφεται και στολίζεται, αλλά θα της πάρει λουλούδια και θα της γράψει σε μια κάρτα «σ’αγαπώ», και θα της κάνει δώρο στην επέτειο του γάμου τους τούρτα ρινγκ που θα γράφει «35ος γύρος». Ο μπαμπάς μου, που δεν θα πει «συγγνώμη», αλλά θα το δείξει, που θα του πει η μαμά μου να βάλει ένα έξτρα ράφι στο μπάνιο, θα της πει «ναι» και θα το βάλει μετά απο τρεις μήνες, που μια φορά είχε βάλει το σελοτέιπ στο ψυγείο γιατί «ε αφού είχε πέσει στο πάτωμα μπροστά από το ψυγείο», που θα μας λέει τις ίδιες συμβουλές 30 φορές την μέρα γιατί τα λέει για το καλό μας. Ο μπαμπάς μου, που κάθε Χριστούγενα θα βάλει να ακούμε Σινάτρα. Ο μπαμπάς μου, που έχει να κάνει με τρεις γυναίκες, που χάλασε τον αρραβώνα του για να παντρευτεί την μαμά μου.

Την μαμά μου που όταν αρρωσταίνουμε εμείς, εκείνη αρρωσταίνει πιο πολύ. Που θα μου πει να μην καπνίζω, την ώρα που ανάβει τσιγάρο. Που θα μας πει «συγγνώμη», ακόμα κι όταν δεν φταίει. Που θα βάλει πλυντήριο και το ρούχο που θα μπει στο πλύσιμο θα είναι το δικό μου. Που θα μου πει «βάζε και καμιά κρέμα στο πρόσωπό σου περνάνε τα χρόνια», που σε κάθε γενέθλια δικά μου και της αδερφής μου θα εξιστορήσει αναλυτικά τι έγινε την μέρα που μας γέννησε. Που κάθε φορά που θα γνωρίσω κάποιον, στο μυαλό της τυπώνει προσκλητήρια. Που όταν αργούσαμε να γυρίσουμε απο τη βραδινή έξοδο περίμενε στην κουζίνα και όταν μπαίναμε μέσα έλεγε, «Α τώρα σηκώθηκα να πιω νερό», κι ας φαινόταν πιο ξενυχτισμένη από εμάς. Που δεν θα αφήσει γιορτή, γενέθλια, επέτειο να περάσουν χωρίς τραπέζι. Που θα ψάχνει σε βιβλία μαγειρικής τι καινούργιο να μαγειρέψει για να μας αρέσει. Και μας αρέσει, κι ας μην το πετυχαίνει πάντα. Που θα μας πει πόσο όμορφος ήταν ο πατέρας μας στα νιάτα του αλλά και ότι και εκείνη περπάταγε και τρίζανε τα πεζοδρόμια. Που κάθε φορά που θα πει ο μπαμπάς μου ένα αυτοσχέδιο ανέκδοτο και θα γελάει μόνος του, θα λέει «μμμμ κρυάδες». Που έχει γεμίσει το σαλόνι με φωτογραφίες μας και για μία δικιά μου που έχει βάλει και της λέω «χάλια είμαι, βγάλ’ την», μου λέει «εμένα μου αρέσεις». Που ανησυχεί υπερβολικά κι όταν της το λέω μου απαντάει «όταν γίνεις μάνα θα καταλάβεις».

Δεν έχω γίνει ακόμα μάνα. Η αδερφή μου έγινε. Η αδερφή μου που πάντα με μάλωνε περισσότερο από τους γονείς μας. Η αδερφή μου που κάποια στιγμή της πήγαν ένα μωρό -εμένα- και έπρεπε να μάθει να μοιράζεται. Και έμαθε. Και αυτό έμαθα κι εγώ. Να μοιράζομαι με την «μεγάλη». Η αδερφή μου που πάντα ήθελα να γίνω σαν κι αυτή. Που αν και ήμουνα πέντε χρόνια μικρότερη, ακούγαμε μαζί Μπράιαν Άνταμς και Νιού κιντς ον δε μπλοκ. Που βλέπαμε 20 φορές τον Κύκλο των χαμένων ποιητών. Που μια μέρα γύρισα από το σχολείο και μου είχε κουρέψει την Μπάρμπι. Που της έπαιρνα κρυφά τις μπλούζες της και τις φόραγα. Που τα μεσημέρια που κοιμόντουσαν οι γονείς μας, πηγαίναμε και τραγουδάγαμε έξω από το παράθυρο για να ξυπνήσουν. Που δεν μου έλεγε «ποιον αγαπάει» κι εγώ διάβαζα κρυφά το ημερολόγιό της. Που οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν βίντεο με επισήμανση «μην το δοκιμάσετε στο σπίτι». Που πήραμε δώρο στον μπαμπά μας το σιντί του Τιτανικού κι ας μην είχε σιντί στο αμάξι, για να το ακούμε εμείς στο σπίτι. Που όταν πέρασαν τα χρόνια, κάποια στιγμή ήρθε να με βρει στη δουλειά μου για να μου πει τι είχε γίνει με «αυτόν που αγαπούσε» και την είχε στεναχωρήσει. Η αδερφή μου που όσο και να μαλώναμε και να διαφωνούσαμε, το πρώτο βράδυ που παντρεύτηκε, μπήκα στο δωμάτιό μας και δεν άναψα το φως από συνήθεια μην την ξυπνήσω, και τότε κατάλαβα πως δεν θα μοιράζομαι πια το δωμάτιο μαζί της, αλλά θα ήθελα να συνεχίσω να το μοιράζομαι και έκλαψα στο δωμάτιο που θα ήταν πια μόνο δικό μου. Δεν το ήθελα. Είχα συνηθίσει να μοιράζομαι τα πάντα με την αδερφή μου, εκτός από την αγάπη των γονιών μας. Αυτή ήταν και είναι μία και για τις δύο και όσο και αν αυτό ακούγεται «μοιρασιά», δεν είναι. Και όσοι έχουν αδέρφια το καταλαβαίνουν.

Αυτή είναι η οικογένειά μου. Δεν είμαστε το μικρό σπίτι στο λιβάδι και δεν είναι όλα πάντα ρόδινα. Διαφωνούμε, μαλώνουμε, θυμώνουμε- δυνατά τις περισσότερες φορές- αλλά τα ξαναβρίσκουμε το ίδιο δυνατά. Γενικά όλα τα κάνουμε δυνατά σε αυτό το σπίτι. Και τις φωνές, και τα γέλια, και τα κλάματα, και τις αγκαλιές, και την τηλεόραση και τον Σινάτρα τα Χριστούγενα. Αυτή είναι η οικογένειά μου και μεγαλώνουμε μαζί. Και δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις όταν είσαι παιδί, και δεν είναι εύκολο για τον γονιό να μεγαλώνει και ο ίδιος και το παιδί του. Αλλά μεγαλώνουμε. Και μαζί μεγαλώνει και η αγάπη, και ο σεβασμός και το νοιάξιμο. Τυπική ή όχι, αυτή είναι η οικογένειά μου και χαίρομαι που έχω αυτή την οικογένεια. Που μου έμαθε ποια είμαι, τι είμαι, και να μην το βάζω κάτω στα δύσκολα, και να μην τα παρατάω. Που μου έμαθε να σέβομαι και να με σέβονται. Που θα δώσει τη ζωή της ο ένας για τον άλλο. Που μου έδωσε ζωή. Που μου έμαθε ότι η αγάπη μπορεί να είναι και είναι δυνατή, σαν τις φωνές μας και σαν τα γέλια μας. Που μου έμαθε ότι η αγάπη σε κάνει να δέχεσαι τον άλλο όπως είναι. Για αυτό που είναι. Κι ας κάνει λάθη. Τα σωστά που κάνει είναι περισσότερα. Σαν ένα γιορτινό στολισμένο οικογενειακό τραπέζι. Που μπορεί να μην είναι όλα τα πιάτα του νόστιμα, αλλά θα είναι γεμάτο με πιάτα, και όλα θα έχουν ενδιαφέρον, και θα σε χορτάσουν, θα σε γεμίσουν.

Έτσι είναι η οικογένειά μου. Ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που το στρώνουμε όλοι μαζί, κάνοντας ο καθένας από κάτι. Κι ας διαφωνούμε για το σερβίτσιο που διάλεξε η μαμά, για το κρασί που άνοιξε ο μπαμπάς, για το πώς δίπλωσε τις χαρτοπετσέτες η αδερφή μου, για το πόσα μαχαιροπίρουνα έβαλα. Το στρώνουμε όλοι μαζί, ο καθένας με αυτό που θέλει και μπορεί. Και καθόμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Γιατί όταν τελειώσει, πάλι όλοι μαζί θα το μαζέψουμε. Ο ένας του άλλου, και όλοι ολωνών. Κάτι σαν τους τρεις σωματοφύλακες. Κι ας είμαστε τέσσερις, ο καθένας έχει τρεις σωματοφύλακες.