«Θα μ’ αγαπάς για πάντα;»

«Και πιο πολύ από πάντα».

Κάπως έτσι, ήταν οι διάλογοι στα εφηβικά μας χρόνια, εκεί όταν η δεκαετία του ’90 έπνεε τα λοίσθια και το νέο μιλένιουμ άνοιγε ορθάνοιχτα μπροστά μας επιλογές ενός μέλλοντος που ούτε φανταζόμασταν την ύπαρξή του. Τότε, που οι ορμόνες μας έπαιζαν ντόμινο κάνοντας το σώμα μας να ασφυκτιά. Τότε, που επαναστατούσαμε για το καθετί. Τότε, που τρέχαμε από το σχολείο στις καφετέριες και παίζαμε μπόουλινγκ ή μπιλιάρδο και πίναμε φραπέδες για να το παίζουμε αλάνια. Τότε, που η εφηβεία φάνταζε κακή περίοδος και η ενηλικίωση μόνη σωτήρια λύση. Κι εκεί, ανάμεσα σε καπνούς και άδεια κουτάκια μπύρας, μεταξύ φιλιών με χείλη και τσιγάρα, κάτω από δέντρα, επάνω σε παγκάκια χαραγμένα, ανταλλάξαμε τους πρώτους (και τελευταίους ίσως) όρκους αιώνιας αγάπης.

Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, αυτό το κομμάτι της ζωής μου μοιάζει μακρινό, ίσως και ξένο. Σαν να τα έζησε κάποιος άλλος όλα αυτά. Ένα άλλο παρελθόν, σε μια άλλη ζωή, μια άλλη δεκαετία. Κι όμως, είναι τόσο κοντινό, σχεδόν απτό.

Οι έρωτες των εφηβικών μας χρόνων είναι οι πιο έντονοι. Όχι γιατί απαραίτητα ήταν και οι πιο δυνατοί ή οι πιο μεγάλοι, αλλά γιατί έτσι τους κάναμε να μοιάζουν εμείς τότε. Η ηλικία απαιτούσε να γιγαντώνουμε τα αισθήματά μας, να τα κάνουμε να φαντάζουν βουνό δυσπρόσιτο. Τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Όσο κι αν προσπαθούσαμε να τα αντιμετωπίσουμε η δυσκολία ήταν εκείνη που συντηρούσε το μέγεθός τους. Κι όταν ήρθε η ώρα να εκφράσουμε τον έρωτα το κάναμε με τρόπο ανάλογο. Γιγαντώνοντάς τον. Τα γυμνασιακά χρόνια που ερωτευτήκαμε το κάναμε με έναν τρόπο ιδιαίτερο, έντονο. Ωραία χρόνια βέβαια, ανέμελα. Πιστεύαμε -αφελώς ή δικαίως δεν έχω καταλήξει ακόμα- πως αυτό που νιώθαμε για έναν άλλον άνθρωπο, αυτό το πρωτόγνωρο, το μοναδικό συναίσθημα, θα κρατούσε για πάντα. Και αυτό το για πάντα τρέχαμε να το δηλώσαμε με κάθε εφικτό και ανέφικτο τρόπο. Γράψαμε ποιήματα, χαράξαμε ονόματα και καρδιές σε παγκάκια, συναντηθήκαμε κρυφά σε πάρτι, σε πλατείες, σε σκοτεινά πάρκα. Αγκαλιαζόμασταν σε κάθε ευκαιρία. Αγκαλιές προστατευτικές, που περιέκλειαν τον κόσμο μας, έναν άλλο κόσμο, αληθινά, μοναδικά δικό μας. Σε εκείνα τα χρόνια προσωπικά πιστεύω, πως υπήρχε σε υπολανθάνουσα μορφή μια δόση ειλικρίνειας παραπάνω. Όχι ειλικρίνειας στις σχέσεις. Ειλικρίνεια αισθήματος. Εκείνο το αίσθημα το ακατέργαστο, το αδούλευτο, ήταν από τα πιο αυθεντικά πράγματα που θα έχουμε την χαρά και την τιμή να αισθανθούμε στη ζωή μας. Εκείνο το για πάντα είχε νόημα βαθύ για μας τότε. Το λέγαμε και το πιστεύαμε. Πιστεύαμε ότι όντως θα κρατούσε αιώνια. Όχι η στιγμή, το συναίσθημα.

Αυτοί οι έρωτες μας ταρακούνησαν για τα καλά. Μας ξεβόλεψαν. Καταλάβαμε ότι υπάρχει κάτι μέσα μας που ζητάει επίμονα να ξυπνήσει. Νιώσαμε εκείνες τις πεταλούδες στο στομάχι που πάντοτε ακούγαμε και φανταζόμασταν πως μέσα μας θα πετάνε όλα τα ντοκιμαντέρ της ΝΕΤ μαζί. Γενικά, εκείνη την περίοδο η φαντασία μας ήταν αυτή που μας καθοδηγούσε. Για καλή μας τύχη! Και η λογική απλώς πάσχιζε να ασχοληθεί με μαθηματικά και φυσικοχημείες. Πιάνω τον εαυτό μου συχνά να νοσταλγεί εκείνη την περίοδο. Δεν μου άρεσε η εφηβεία σαν περίοδος της ζωής μου ποτέ, δεν την πέρασα ευχάριστα. Αλλά αυτόν τον εφηβικό έρωτα, εκείνες τις πεταλούδες στο στομάχι, τις θυμάμαι ακόμα. Ακόμα περνάω από το ακριανό παγκάκι του πάρκου να δω τα χαραγμένα ονόματά μας να ενώνονται με ένα μεγαλοπρεπές προσθετικό σύμβολο και να ισούνται με Love For Ever.

Έπειτα από αυτά τα όμορφα ήρθαν και οι πρώτες απογοητεύσεις, οι πρώτοι χωρισμοί. Πέσαμε στα πατώματα, χτυπηθήκαμε. Ακούγαμε στα σκοτεινά rock μπαλάντες. Ήταν η πρώτη μας επαφή με τον κόσμο των ενηλίκων που μας πλησίαζε απειλητικά. Κάπως έτσι, απότομα, σχεδόν δολοφονικά, μάθαμε πως εκείνα τα σ’ αγαπώ για πάντα είναι που ξεβάφουν πρώτα.

Με την πάροδο του χρόνου επήλθε η ενηλικίωση κι αυτή με τη σειρά της επέφερε την απομυθοποίηση όλων αυτών των συναισθημάτων που κάποτε φάνταζαν μοναδικά. Η ιδέα και μόνο πως μπορείς να ερωτευτείς παραπάνω από μια φόρες, πως η αγάπη δεν κρατάει για πάντα, όπως και τίποτε άλλο σε αυτή τη ζήση, φάνταζε τραγική έως και τερατώδης. Τα χρόνια εκείνα, τα εφηβικά, ήταν αθώα, ανέμελα, ξέγνοιαστα. Αλλά όσα ξέρουμε τώρα τα οφείλουμε σε εκείνους τους εφηβικούς μας έρωτες. Αυτοί μας έμαθαν να είμαστε δοτικοί, να αισθανόμαστε, να πονάμε, να πέφτουμε να ξανασηκωνόμαστε. Αυτοί μας έμαθαν πως υπάρχει κάτι πέρα από τον εαυτό μας. Σε εκείνους ανατρέχουμε στη θύμησή μας όταν σκεφτόμαστε κάτι αγνό και αθώο. Τα χρόνια της αθωότητάς μας, που δεν θα την χαρακτήριζα καθόλου χαμένη, είναι εκείνα που μας έδωσαν –και μας δίνουν- ώθηση να προχωρήσουμε. Τώρα πια που δεν είμαστε ερωτοχτυπημένοι έφηβοι, αλλά μας επιτρέπεται να καταναλώσουμε άφθονο αλκοόλ, ας πιούμε. Ας πιούμε εις υγεία των εφηβικών μας ερώτων…