nobody loves no one Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η μνήμη είναι η σωτηρία των αισθήσεων. Δεν ξέρω αν η ρήση μπορεί να θεωρηθεί οικουμενική, αλλά μάλλον όσο μεγαλώνει κανείς, αρχίζει να φιλτράρει τις αναμνήσεις του, να ωραιοποιεί τα διατρέξαντα και να ανακαλεί αλλοιωμένες ή μη παλιότερες αισθήσεις. Κάπως έτσι κι εγώ, τώρα που κάθομαι σπίτι μερικά άκρως δημιουργικά πρωινά και ψάχνω για δουλειά, αναπολώ παρελθοντικές καταστάσεις, όπως π.χ απλές φοιτητικές μέρες (εντάξει, όχι εξεταστικής). Ακόμα πιο πίσω, νοσταλγώ καλοκαιρινά πρωινά στο σπίτι, εποχή γυμνασίου και αφού είχαν κλείσει τα σχολεία, όπου το πρόγραμμα είχε ανεμελιά, παιχνίδι και μουσική. Εκείνη την εποχή, βλέπαμε τρία μουσικά κανάλια, το MTV (ελάχιστη σχέση με το σημερινό), το γαλλικό MCM και το ΜAD για συμπλήρωμα.

Λοιπόν, ένα τραγούδι που περιμέναμε να δούμε τότε είναι το “Wicked Game” του Chris Isaak. Το κομμάτι κυκλοφόρησε το 1989 στο album “Heart Shaped World”, αλλά απέκτησε την έντονη δημοφιλία του 1 χρόνο μετά, όπου ακουγόταν στην ταινία του David Lynch “Wild at heart”.

Ρομαντική μπαλάντα για το φόβο του ανεκπλήρωτου έρωτα, αισθησιακό ασπρόμαυρο video clip γυρισμένο στην Χαβάη, με τον Isaak και ένα μοντέλο (Helena Christensen) σε περιπτύξεις. Το θυμάσαι;

Και αφού αναφέρθηκα σε ανεκπλήρωτα πράγματα, πρώτη διασκευή από τους Φιλανδούς Him. Μέσα από το album “Razorblade Romance”, το 2000, με ροκ κιθάρες, μεγαλύτερη ταχύτητα και λιγότερο συναίσθημα. Η μνήμη, που έλεγα και πιο πάνω, μου έχει μπερδέψει το συγκεκριμένο δίσκο με βόλτες στη θάλασσα και αισιόδοξη διάθεση. Τώρα πως συνεισφέρουν σε αυτό τραγούδια του cd με τίτλο “Join me in death” ή “Death is in love with us” είναι ένα διαφορετικό ζήτημα που μάλλον άπτεται ψυχαναλυτικής τοποθέτησης.

Συνεχίζω με την πρόσφατη εκτέλεση της Dusk (κατά κόσμον Αυγή Πλατανίδη), μιας νέας καλλιτέχνιδας, γνήσιας εκπροσώπου της ελληνικής αγγλόφωνης indie σκηνής. (Σίγουρα, το γνωστότερό της “What are the chances” θα έχει πέσει στην ακρόασή σου). Η ενδιαφέρουσα οπτική της στο Wicked Game είναι ατμοσφαιρική με δυναμικό κλείσιμο.

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμπαθητικών διασκευών από γνωστούς καλλιτέχνες (ενδεικτικά London Grammar, Gemma Hayes, Emilie Simon, James Vincent McMorrow, Green Carnation, Corey Taylor) σε ατμοσφαιρικό και ακουστικό ύφος, καθώς και ορισμένες πιο ηλεκτρονικές όπως των Parra For Cuva σε συνεργασία με την Anna Naklab. Ωστόσο, θα προτιμήσω την απρόβλεπτη δημιουργία του Ελβετικού συγκροτήματος Les Reines Prochaines, το 1995. Η ερμηνεία ανήκει στις Anders Guggisberg και Pipilotti Rist που αναδεικνύουν μια πιο ανασφαλή και απελπισμένη πραγματικότητα του κομματιού.

Έτσι δεν είναι κι ο έρωτας κάποιες φορές; Η μνήμη όμως και ο παραμορφωτικός της κώδικας, αργά ή γρήγορα, θα βάζουν τα πράγματα στη θέση τους.