Ξεκίνησε με μήνυμα η συζήτηση. Ξανά. Όπως όλα τελευταία. Αυτά τα απλά, που δεν φαίνονται ποτέ τόσο απλά όταν προέρχονται από τον σωστό άνθρωπο.

«Αν ήσουν χρώμα, τι χρώμα θα ήσουν;» Ποιος ρωτάει κάτι τέτοιο μια Τετάρτη απόγευμα; Πιο συγκεκριμένα, μια Τετάρτη όπου έχω ρίξει καφέ στα χαρτιά μου, έχω βάλει τις κάλτσες ανάποδα (μόνο όταν έβγαλα τα παπούτσια το συνειδητοποίησα) και μόλις είχα τσακωθεί με το λάπτοπ μου. Δεν φταίω εγώ που μιλάω στα μηχανήματα σαν να είναι άτομα. Φταίει αυτή η μέρα.

«Πιθανότατα κάποιο γκρι με κόκκους καφέ. Ή κουρασμένο χακί. Εσύ;» Γέλασε. Έστειλε ηχητικό. Μικρή νίκη: η φωνή της ήταν το ίδιο απαλή, λίγο μπερδεμένη, λίγο ειρωνική.

«Μπλε. Πάντα μπλε. Το χρώμα που φοράς όταν πας κάπου που δεν θες, αλλά θέλεις να δείχνεις ότι είσαι καλά.»

Δεν ξέρω αν ήταν το χρώμα ή το “κάπου που δεν θες”, αλλά κάτι με χτύπησε εκεί. Κάπου κοντά στο στομάχι. Ή στο μέρος του εγκεφάλου που κρατάει τα ξεχασμένα «αν».

Τη ρώτησα: «Γιατί τόσο μπλε; Τι έχει το μπλε που δεν έχει το υπόλοιπο ουράνιο τόξο;»

Μου είπε: «Το μπλε δεν σου φωνάζει να το προσέξεις. Είναι εκεί, ήσυχα. Σαν άνθρωπος που κάθεται δίπλα σου χωρίς να μιλάει αλλά σε κάνει να νιώθεις λιγότερο μόνος. Κι όταν το φοβάσαι, απλά κοιτάς θάλασσα. Ή ουρανό. Και θυμάσαι.»

Από εκεί ξεκίνησε. Μια συζήτηση για χρώματα και κατέληξε – όπως κάθε τι μαζί της – να γίνεται κάτι πολύ μεγαλύτερο. Μου έστειλε φωτογραφία από τον καρπό της, ένα μικρό τατουάζ. Ένα κύμα με κάτι λεπτομέρειες σε μπλε. Όχι το instagramικό μπλε. Το άλλο, το ξεθωριασμένο. Το μπλε που έχει ζήσει.

«Δεν πονάει;» της έγραψα. «Όχι όσο αυτά που δεν έκανα.»

Το διάβασα τρεις φορές. Πήγα να απαντήσω και δεν απάντησα. Αν έλεγα κάτι, θα το χάλαγα. Αν και έγραψα μια απάντηση τύπου «ουάου» με οχτώ “α” και το autocorrect το έκανε “ουάνα” και φάνηκα σαν να της πρότεινα τροπικό κοκτέιλ. Δεν την έστειλα.

Έκλεισα το κινητό. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Είχε κάτι σύννεφα, κάτι ανάμεσα σε μπλε και γκρι. Είπα να βάλω μουσική. Την playlist που είχα φτιάξει «για τις καλές μέρες». Δεν είχα προσέξει ότι την άκουγα όλο και πιο συχνά τελευταία. Η πρώτη νότα ήταν από εκείνο το τραγούδι που παίζει πάντα στις ταινίες όταν κάποιος καταλαβαίνει κάτι σημαντικό, αλλά κάνει τον αδιάφορο.

Και μετά το σκέφτηκα. Ίσως το χρώμα που λείπει απ’ τη ζωή μου να είναι το μπλε.

Ή ίσως να είναι εκείνη. Δεν είμαι έτοιμος να το πω ακόμα. Αλλά το ξέρει. Το ξέρουμε. Και αύριο… της είπα να πάμε για καφέ.

Θέλει να φορέσει το μπλε της. Εγώ μάλλον θα βάλω το κουρασμένο χακί. Ή και όχι… Γιατί νομίζω… ήρθε η ώρα να βάλω χρώμα.