6 Δαμιανού Ειρήνη, Παγκράτι. Μετακίνηση 6 Δαμιανού Ειρήνη, Παγκράτι

Το 13033 εγκρίνει την έξοδο μου για σωματική άσκηση κι εγώ μασκαρεύομαι και βγαίνω για περπάτημα. Θέλω τόσο πολύ να τρέξω, να φύγω με φόρα και να φτάσω ως το Καλλιμάρμαρο με μια ανάσα. Δεν το κάνω, έχω ανάγκη την βόλτα, αλλά κάθε φορά που είμαι εκτός σπιτιού νιώθω εκτεθειμένη. Πως να τρέξω; Να λαχανιάσω και να εισπνεύσω κορωνοϊό ή δεν ξέρω κι εγώ τι; Αγχώνομαι, δεν το λέω σε κανέναν ανοιχτά, αλλά με υποπτεύονται. Ο Στάθης με ρώτησε στο χθεσινό μας τηλέφωνο γρήγορα και ξαφνικά «Πόσες φορές έπλυνες τα χέρια σου;» κι εγώ απάντησα το ίδιο γρήγορα «Εννιά!».

Μπορεί να θεωρείτε πως είναι σωστή απάντηση, μα με ρώτησε την ώρα που η τηλεόραση έπαιζε ‘Κωνσταντίνου και Ελένης’ ενώ είχα ξυπνήσει την ώρα που τελείωνε το πρωινάδικο.

Έτσι, συμφωνήσαμε για μια ακόμη φορά πως η μέθοδος με τις ξαφνικές ερωτήσεις, που ο Μίμης εισήγαγε στην παρέα αλλά εμείς ονομάσαμε «μπαμ -μπαμ», λέει πάντα την αλήθεια και κλείσαμε. Αντιλαμβάνομαι πως είμαι υπερβολική, αλλά αυτή την περίοδο δε θέλω να μεταφέρω δικό μου άγχος σε άλλους. Θολώνω τα νερά επαναλαμβάνοντας μια φράση που συνήθως την σκαπουλάρω: «Πρέπει να τηρούμε τις οδηγίες!», με το που το λέω όλοι συμφωνούν: «Ναι! Ναι! Σωστά…»και η συζήτηση πηγαίνει στο κράτος, τι μας είπαν, τι ξέρουν, πως θα μπορέσει να μας στηρίξει.

Ακούγομαι ψύχραιμη, ειδικά με τους γονείς μου είμαι εκπληκτική, συνεχώς τους λέω πόσο τυχεροί είναι, τους προτρέπω να βγαίνουν στην αυλή ενώ στην πραγματικότητα θα ήθελα να τους κλειδώσω στο κελάρι, αν είχαμε κελάρι, και να τους έβγαζα τα Χριστούγεννα για να πάρουν τα δώρα τους μιας και ήταν καλά και φρόνιμα παιδιά. Την γιαγιά μου, αν με ρωτάτε, θα ήθελα να την συγχαρώ. Έχει αντιληφθεί ότι μένουμε σπίτι, έκοψε το κουμ καν με τις φίλες της και παραγγέλνει τα ψώνια της τηλεφωνικά. Βέβαια, τώρα ανησυχεί ότι θα την πάρουν τα γεράματα από κάτω: «Το πολύ μέσα, γερνάει, Ρηνάκι μου!», μου λέει και την νιώθω σαν να είμαι κι εγώ 88.

Είχα περάσει κάποτε πνευμονία, ανήκω στις ευπαθείς ομάδες;

Σφίγγω λίγο παραπάνω τη μάσκα, στερεώνω καλύτερα τα γυαλιά ηλίου και χώνω και τα χέρια στις τσέπες. Περπατάω και διαπιστώνω πως ο φόβος μου έχει επανέλθει στα επίπεδα πρώτων ημερών. Τι έπαθα; Πισωγύρισμα; Αφού δεν έχω δει ειδήσεις, τις έκοψα. Ρωτάω μπαμ -μπαμ δυνατά τον εαυτό μου: «Φοβάσαι γιατί είσαι μόνη σου; Ναι, απαντάω.»

Αδιαμφισβήτητή μέθοδος σκέφτομαι και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.