chair -Για να βάλεις τον άλλο στην απέναντι πολυθρόνα, θα πρέπει πρώτα να έχεις κάτσει εσύ. Καλή συνέχεια συνάδελφοι, θα τα πούμε την επόμενη βδομάδα. Και βγήκαμε διάλειμμα. Πρωτοετείς στο τμήμα ψυχολογίας, ψηλώναμε δέκα πόντους όταν κάποιος από τους καθηγητές της Παντείου μας αποκαλούσε «συναδέλφους». Πρωτοετείς στο τμήμα ψυχολογίας με όνειρα να γίνουμε «νέοι Φρόιντ», να αμφισβητήσουμε τον Φρόιντ, να καταρρίψουμε τον Φρόιντ, να γίνουμε εμείς οι συνεχιστές του. Να έχουμε τον άλλο στην απέναντι πολυθρόνα, στο ντιβάνι, να πιάσουμε μαζί το κουβάρι της ζωής του και να το ξεμπερδέψουμε. Να κάτσουμε εμείς στην πολυθρόνα που τόσο είχαμε ονειρευτεί για τους δικούς του λόγους ο καθένας και να κοιτάξουμε, να ακούσουμε τον άλλο απέναντί μας και να κάνουμε πράξη τις γνώσεις μας. Τα χρόνια στην Πάντειο πέρασαν με γνώσεις, θεωρίες, βιβλία, πειράματα, στατιστικές, εργασίες, πρακτική άσκηση, ορκομωσία, πτυχίο, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Εφόδια, εχέγγυα, κορνίζα χωρίς να έχουμε κάτσει οι περισσότεροι από εμάς στην απέναντι καρέκλα. Σχέδια για μεταξύ μας συνεργασίες, για γραφείο, για μεταπτυχιακά, για σεμινάρια, για εξειδίκευση. Σχέδια για το πώς θα είναι το γραφείο, πού θα μπει το πτυχίο, τι χρώμα θα έχουν οι τοίχοι, ποια βιβλία θα μπουν στα ράφια, αν θα έχουμε καναπέ ή πολυθρόνα, πώς θα μπουν τα καθίσματα απέναντι. Τα σχέδια για την «απέναντι πολυθρόνα» ήταν ακόμα μακριά, ίσως και πουθενά μιας και η σχολή δεν μας υποχρέωνε για προσωπική θεραπεία ούτε για την απόκτηση του πτυχίου μας ούτε και για την άσκηση του επαγγέλματός μας. Στα πλαίσια της «διά βίου μάθησης» και της συνεχούς μετεκπαίδευσης, επέλεξα έναν κύκλο σπουδών που στο τελευταίο έτος απαιτούσε προσωπική θεραπεία τουλάχιστον για σαράντα ώρες. «Γιατί είναι υποχρεωτική η προσωπική θεραπεία;», ρωτήσαμε με αγωνία, φόβο, ανυπομονησία ή αποφυγή την καθηγήτρια μερικές βδομάδες πριν ξεκινήσουμε την προσωπική μας θεραπεία. «Γιατί πώς θα καταλάβεις τον άλλο στην απέναντι πολυθρόνα αν δεν έχεις κάτσει εσύ πρώτα; Πώς θα καταλάβεις πώς αισθάνεται απέναντί σου αν δεν έχεις δει πώς αισθάνεσαι εσύ απέναντι σε κάποιον άλλο συνάδελφό σου; Πώς θα καταλάβεις τα δικά σου θέματα που μπορεί να σε βοηθήσουν ή να σε εμποδίσουν να γίνεις βοηθητικός απέναντι στον άνθρωπο που θα έρθει σε εσένα; Πώς θα περιμένεις να αναπτύξει αυτός ο άνθρωπος θεραπευτική σχέση μαζί σου αν δεν έχεις καταλάβει με δική σου εμπειρία πόσο σημαντική είναι αυτή η θεραπευτική σχέση;», απάντησε εκείνη. «Πώς;». Με το να κάτσει ο καθένας από εμάς στην «απέναντι πολυθρόνα». Η μέρα που θα έκλεινα το ραντεβού ήρθε. Πήρα τηλέφωνο με αγωνία, με φόβο, με ενδοιασμούς, με άγχος, και με κάποια μικρή ανυπομονησία. Ραντεβού σε γιατρούς είχα κλείσει αρκετά μέχρι τότε στην ζωή μου, αλλά άλλο να κλείνεις ραντεβού για να σε ακροαστεί κάποιος άγνωστος και άλλο να κλείνεις ραντεβού για να αφουγκραστεί κάποιος άγνωστος την ψυχή σου. Το ραντεβού κανονίστηκε για την επόμενη βδομάδα. Η αγωνία μου και ο φόβος μου έμοιαζαν με την αγωνία και τον φόβο που με έπιαναν κάθε φορά που είχα συνέντευξη για δουλειά ή θα έβγαινα πρώτο ραντεβού. Κι έτσι αντιμετώπισα την επικείμενη πρώτη συνεδρία. Πήγα για ψώνια, έφτιαξα τα μαλλιά μου, και ήμουν έξω από το γραφείο της ψυχολόγου μισή ώρα νωρίτερα. Ένιωθα την ανάγκη να κερδίσω τις εντυπώσεις της, να γίνω αρεστή, αποδεκτή  και συμπαθής, να πω όσα πρέπει. Σαν συνέντευξη για δουλειά, σαν πρώτο ραντεβού. Αλλά εκεί όσο και να ξέρεις τι θα πεις, σε ρωτάνε, στην πρώτη συνεδρία τι θα έλεγα για εμένα; Είχα διαβάσει τόσα για την πρώτη συνεδρία, αλλά ξαφνικά δεν ήξερα τίποτα. Άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη… Πώς θα μίλαγα σε μια άγνωστη για εμένα; Τι θα ήθελα να πω; Τι θα ήθελα να μην πω; Θα με ρωτούσε; Θα μίλαγα μόνη μου; Εγώ δεν είχα κάποιο «θέμα», «έπρεπε» να πάω. Για σαράντα ώρες. «Πώς θα περάσουν σαράντα ώρες όταν η μία μου φαίνεται τόσο αγχωτική», σκεφτόμουνα και ίδρωναν οι παλάμες μου και σκεφτόμουνα να φύγω όπως άλλωστε είχα κάνει και σε κάποιες συνεντεύξεις για δουλειά, σε κάποια πρώτα ραντεβού. Δεν έφυγα. Έσφιξα τις ιδρωμένες μου παλάμες και χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε, με υποδέχτηκε, συστηθήκαμε και περάσαμε στον κυρίως χώρο του γραφείου της. Οι δυο πολυθρόνες ήταν μπροστά μου. Η μία απέναντι στην άλλη. «Κάθησε», μου είπε. «Πού να κάτσω;», την ρώτησα ενώ εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα της. «Όπου θες», μου είπε. «Δεν μου αφήνεις και πολλές επιλογές», της είπα και γελάσαμε. Και έκατσα στην απέναντι πολυθρόνα. «Εγώ βασικά δεν εχω κάποιο θέμα. Όπως ήδη ξέρεις ήρθα για σαράντα ώρες υποχρεωτικά για να πάρω το πτυχίο μου», της είπα και χαμογέλασε. Και πέρασαν τρία χρόνια σε αυτήν την «απέναντι πολυθρόνα». Και αντιμετώπισα και αντιμετωπίζω τον εαυτό μου, τα θέματά μου που βεβαίως έχω, το παρελθόν μου, το παρόν μου, το μέλλον μου. Τα λάθη μου, τα σωστά μου, τις σκέψεις μου, τις συμπεριφορές μου. Εμένα. Μου πήρε χρόνο να εμπιστευτώ πρώτα εμένα και μετά εκείνη. Να καταλάβω πως δεν είναι απαραίτητο να προσπαθώ να είμαι αρεστή και καλοντυμένη για να είμαι αποδεκτή. Να καταλάβω το γιατί είμαι αυτό που είμαι, να δω αυτό που είμαι κι αν θέλω να το κρατήσω ή να το αλλάξω. Να δουλεύω μαζί της για και με εμένα. Να αλλάξω αυτά που θέλω και μπορώ και να αντισταθώ στους άλλους που δεν τους αρέσει αυτή η αλλαγή. Γιατί στην πολυθρόνα κάθομαι εγώ. Με εμένα. Για εμένα. Και μετά και άμα για τους άλλους. Και ήταν δύσκολη η απέναντι καρέκλα γιατί μου έδειξε πόσο διαφορετική είναι η θεωρία από την πράξη. Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως θα έρθει η στιγμή που ο θεραπευόμενος θα σε ρωτήσει «τι να κάνω;» κι εσύ δεν θα πρέπει να του πεις τι να κάνεις, από το να είσαι εσύ ο θεραπευόμενος σε πλήρη σύγχυση και κλαίγοντας να ρωτάς «τι να κάνω». Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως θα έρθει η στιγμή που ο θεραπευόμενος θα αρνείται να έρχεται στις συνεδρίες όταν έχουν ανοιχτεί θέματα που δεν αντέχει, από το να είσαι ο θεραπευόμενος που αρνείται να πάει στις συνεδρίες επειδή έχουν ανοιχτεί θέματα που δεν αντέχει. Πόσο διαφορετικό είναι να βλέπεις τον θεραπευόμενο να αντιστέκεται στην αλλαγή του που θέλει επειδή το περιβάλλον του αντιστέκεται, από το να είσαι ο θεραπευόμενος που αντιστέκεται στην αλλαγή του που θέλει επειδή το περιβάλλον σου αντιστέκεται. Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως θα έρθει η στιγμή που ο θεραπευόμενος θα θυμώσει μαζί σου από το να είσαι ο θεραπευόμενος που θα θυμώσει με τον θεραπευτή. Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως μαζί με τον θεραπευόμενο θα ανακαλύψεις πτυχές του εαυτού του και της ζωής του από το να είσαι ο θεραπευόμενος που μαζί με τον θεραπευτή  θα ανακαλύψεις πτυχές του εαυτού του και της ζωής του. Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως αυτό που είναι ο θεραπευόμενος εκεί μέσα είναι και εκεί έξω από το να καταλαβαίνεις πως αυτό που είσαι εκεί μέσα είσαι και εκεί έξω. Πόσο διαφορετικό είναι να ξέρεις πως όταν ο θεραπευόμενος αλλάξει εκεί μέσα θα αλλάξει και εκεί έξω από το να καταλάβεις πως αφού άλλαξες εκεί μέσα θα αλλάξεις κι εκεί έξω. Στην απέναντι πολυθρόνα όπου κάθομαι τρία χρόνια, έκλαψα, γέλασα, πόνεσα, άκουσα, μίλησα, κατάλαβα, με έχασα, με βρήκα, με κατάλαβα. Είδα τη θεωρία να γίνεται πράξη. Ξαναπαραδέχτηκα πολλές θεωρίες που είχα αμφισβητήσει. Παραδέχτηκα και δέχτηκα εμένα. Μαζί με την απέναντι από εμένα πολυθρόνα. Και όσο δύσκολο και να φαίνεται, όσο δύσκολο και να είναι, είναι ταυτόχρονα λυτρωτικό να είσαι απέναντι και ταυτόχρονα δίπλα με τον άλλο και με τον εαυτό σου και να αναπτύσσεις σχέση. Γιατί όταν εκεί μέσα δεις, ακούσεις, καταλάβεις, δεχτείς τον εαυτό σου καθισμένο απέναντι από κάποιον άλλο θα το κάνεις και εκεί έξω. Και θα μπορείς να καταλάβεις και να ακούσεις τον οποιονδήποτε είναι όρθιος ή κάθεται απέναντί σου.