Είπα σήμερα να βάλω μία άνω τελεία στην συνηθισμένη σχεσιακή θεματολογία μου για ν’ ασχοληθώ με ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας που, πιστεύω, μας ταλανίζει όλους. Κάτι σαν την ανεργία των νέων δηλαδή αλλά πολύ, πολύ χειρότερο.

 Κατ’ αρχάς, νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω (όχι για να το παίξω έξυπνος αλλά… εντάξει, για  να το παίξω έξυπνος!) ότι το «απειρόκαλος» δεν έχει καμία σχέση με το «απείρου κάλλους». Για την ακρίβεια, οι δύο έννοιες απέχουν μεταξύ τους περίπου όσο απέχει το «σανδάλι με κάλτσα» από την έννοια του «στυλ». Χιλιόμετρα δηλαδή. «Απειρόκαλος», είναι ο άπειρος κάλλους, ο ακαλαίσθητος σα να λέμε! Κάτι σαν τις υπερβολικές διαχυτικότητες σε δημόσιους χώρους (βλέπετε τι όμορφα περνάμε απ’ το σύντομο μάθημα Έκθεσης, στο βασικό θέμα μας;)!

Αφορμή για την σημερινή, φαινομενικά αδικαιολόγητη, έκρηξή μου, στάθηκε… ο ερχομός του καλοκαιριού. Η μέρα μεγαλώνει, η θερμοκρασία ανεβαίνει, τα πολλά ρούχα φεύγουν από πάνω μας και, αίφνης, μας καταλαμβάνει όλους μια ανεξήγητη flirtatious διάθεση. Και να σου τα απανταχού ζευγαράκια να ξεπηδάνε από παντού σαν τα σαλιγκάρια μετά την βροχή. Και καλά κάνουν και ξεπηδάνε. Και καλά κάνουν και είναι και ζευγαράκια. Το θέμα είναι, εμείς τι φταίμε;!;!

bus-kiss-flickr-martin-strobl-500

Κάθομαι λοιπόν αμέριμνος στην στάση, περιμένοντας το λεωφορείο και δίπλα μου ακριβώς, κάθεται ζευγάρι με μέσο όρο ηλικίας τα 33 – αυτός φαίνεται γύρω στα 25, αυτή πατημένα 40. Την ηλικία δεν την αναφέρω τυχαία. Το κάνω γιατί την παρακάτω συμπεριφορά θα μπορούσα να την δικαιολογήσω σε παιδιά γυμνασίου αλλά μου φαίνεται ακατανόητη από δύο ενήλικα και σκεπτόμενα, θεωρητικά, άτομα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι δύο  τους νιώθουν την ανάγκη να εκδηλώσουν επί τόπου ο ένας την αγάπη του για τον άλλο με αγκαλιές και φιλιά βγάζοντας ήχους που θα έκαναν  τον Φον Τρίερ να θέλει να τους τραβήξει για να τους προσθέσει στις κομμένες σκηνές του Nymphomaniac και οποιονδήποτε παπά να θέλει τους αφορίσει και να τους παραπέμψει σε κάποιον εξορκιστή. Κι εγώ δίπλα να νιώθω κάπως… αμήχανα. Να μετράω τα κόκκινα αυτοκίνητα που περνάνε. Και τα λεπτά. Που δεν περνάνε! Και να αναρωτιέμαι αν το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής έχει σκοπό, μετά τα στοματικά, να ανταλλάξει και άλλα σωματικά υγρά και, κυρίως, αν πρέπει ν’ απομακρυνθώ διακριτικά μην τυχόν και με πάρουν τα σκάγια. Ευτυχώς, οι προσευχές μου εισακούστηκαν και ήρθε το λεωφορείο να με βγάλει απ’ την δύσκολη θέση –και κυριολεκτικά και μεταφορικά! Έκατσα όσο πιο μακριά τους γινόταν και παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του κόσμου γύρω τους μέχρι την στιγμή που κατέβηκα.

 Το ξέρω ότι ίσως ν’ ακούγομαι πουριτανός, αλλά ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή την ναρκισσιστική νοοτροπία που οδηγεί δύο ανθρώπους στο να εκδηλώνουν με τέτοιο τρόπο τον «έρωτά» τους (ο οποίος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μπορεί να μην υπάρχει καν και όλο αυτό να γίνεται για τα μάτια του κόσμου –που, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι σχήμα λόγου), ώστε να μετατρέπει τους πάντες γύρω σε ακούσιους ηδονοβλεψίες. Νομίζω ότι, αρκετά ξεκάθαρα, κάποια πράγματα είναι καλύτερα να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και όχι σε κοινή θέα προς αποφυγή παρεξηγήσεων και άβολων καταστάσεων. Πρόσφατα, πχ,  έτυχε να είμαι μπροστά, όταν σερβιτόρα σε αθηναϊκό καφέ (η δημοσίευση δεν  περιέχει τοποθέτηση προϊόντος), ζήτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε από αντίστοιχο ζευγάρι πρόσω ολοταχώς για την απόκτηση παιδιών και την δημιουργία πολυμελούς οικογένειας, να «είναι πιο κόσμιοι». Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της! Προσωπικά, βρήκα την συμπεριφορά της πολύ λεπτή και διακριτική· εγώ θα είχα ρωτήσει το ζευγάρι αν χρειάζεται κάτι άλλο: έναν καφέ; λίγη ζάχαρη; κάνα προφυλακτικό; Παρόλ’ αυτά, εκείνοι ενοχλήθηκαν, πλήρωσαν και έφυγαν! Το λες και θράσος (της σερβιτόρας, φυσικά, που μας έκοψε το θέαμα πάνω που βάζαμε στοιχήματα για το πόση ώρα θα πάρει στον τύπο να της ξεκουμπώσει το σουτιέν με τ’ αριστερό)!

Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι θέλω να καταλήξω κάπου με αυτόν τον βραχυλογικό συλλογισμό. Δεν έχω κάποια βιώσιμη πρόταση να καταθέσω για την αντιμετώπιση αυτής της μάστιγας (ο εγκλεισμός, που θα πρότεινα υπό άλλες συνθήκες, μου φαίνεται τώρα που το ξανασκέφτομαι κάπως ακραίος) ούτε και τρέφω φρούδες ελπίδες ότι δεν θα ξαναδώ ανθρώπους κάθε ηλικίας να ασχημονούν. Απλώς είπα να πω κι εγώ κάπου τον πόνο μου. Και, επί τη ευκαιρία, να απευθύνω και μια έκκληση προς τους απανταχού ερωτευμένους εκεί έξω: λυπηθείτε μας εμάς τους άμοιρους που κυκλοφορούμε ανάμεσά σας!