Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επισκεφτείς την Αντίπαρο, αν δεν το έχεις κάνει ήδη. Είναι το νησί που τα έχει όλα. Όλα όμως. Υπέροχες παραλίες, φιλοξενία από τους ντόπιους, γραφικά σοκάκια και διασκέδαση μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η Ισμήνη, η Άρτεμις και η Δήμητρα πήγαν σε διαφορετικό χρόνο η κάθε μία στην Αντίπαρο, εντυπωσιάστηκαν, φωτογράφησαν τυχαία και οι τρεις το πιο όμορφο σπίτι και έχουν βάλει στόχο να επιστρέψουν στα ίδια μέρη.

Ισμήνη

Ιούλιος του 2016. Διακοπές. Συγκεκριμένα 5 Ιουλίου του 2016. Πιο συγκεκριμένα τρίτη μέρα διακοπών. Ιούλιος του 2016, διακοπές στην Αντίπαρο. Αυτές τις διακοπές ήθελα. Τέτοιες διακοπές ήθελα. Διακοπές. Από τα πολλά του χειμώνα που πέρασε και τα ήξερα. Τα είχα ζήσει. Και απο τα πολλά του χειμώνα που θα ερχόταν και δεν τα ήξερα. Δεν τα είχα ζήσει. Διακοπές. Με φίλους. Στην Αντίπαρο. “Καλά, αρχές Ιουλίου θα πάτε; Άδεια θα είναι η Αντίπαρος”, μας έλεγαν όλοι. Μα αυτό που μας έλεγαν όλοι σαν μειονέκτημα για εμάς ήταν προτέρημα. Άδεια την θέλαμε. Ήμασταν τέσσερις. Αρκετοί. Θέλαμε θάλασσα, ησυχία, φαΐ, κουβέντα κάτω από τα αστέρια και Ρονάλτο, ήταν το euro τότε βλέπετε. Και τα βρήκαμε. Στην Αντίπαρο. Στον Αη-Γιώργη. Την μέρα εκείνη, 5 Ιουλίου του 2016, είχαμε φύγει από την θάλασσα απογευματάκι (μάλλον μόνο το καλοκαίρι χρησιμοποιείται η λέξη “απογευματάκι”) και είπαμε να πάμε στην χώρα για γλυκό. Ο ήλιος ακόμα έκαιγε και μας βασάνιζε καθώς περπατούσαμε τον “κεντρικό” δρόμο της χώρας. Μαγαζιά δεξία κι αριστερά. Άλλα όμορφα που μαρτυρούσαν την μοναξία που ζούσε η Αντίπαρος τόσα χρόνια πριν γίνει “μαστ”, κι άλλα άσχημα γιατί παρά την εξωτερική μοντέρνα ομορφιά του μαρτυρούσαν την “επέλαση” που φέρνει ο προσδιορισμός “τοπ προορισμός” που κουβαλάει πια η Αντίπαρος. Μαγαζιά… Σφηνωμένα ανάμεσα στα σπίτια που προσπαθούν να τραβήξουν τα βλέμματα, τις λήψεις, τα φίλτρα, μια ανάμνηση. Μαγαζιά που ανοίγουν και κλείνουν. Με ωράρια, με σεζόν. Ανάμεσα σε σπίτια που δεν περιμένουν τουρίστες, επισκέπτες, θαυμαστές. Ανάμεσα σε σπίτια σαν κι αυτό. Απλά, λιτά, απέριττα και όμορφα. Σαν την Αντίπαρο. – Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία εδώ. Ταιριάζει με το φόρεμα σου, μου είπε ο Δημήτρης και διέκοψε τις σκέψεις μου όσο κοιτούσα το σπίτι που προσπερνούσαμε. Δεν μου αρέσει να φωτογραφίζομαι με και σε πόρτες ούτε με και σε σπίτια. Το θεωρώ παραβίαση της ιδιοτικότητας. Της πόρτας, του σπιτιού, του ιδιοκτήτη. Δεν μου αρέσει να φωτογραφίζομαι με και σε κάτι που δεν μου ανήκει και πολύ πιθανόν να το ξεχάσω. Αλλά αυτό το σπίτι ειλικρινά το ζήλεψα. Και δεν το ξέχασα. Θα ήθελα να είναι δικό μου. Να ξεχωρίζει ανάμεσα στα στριμωγμένα μαγαζιά με την αυθεντικότητα του, τα χρώματα του, τον εναρμονισμό του με το περιβάλλον που βρίσκεται. Θα ήθελα να είναι δικό μου. Για να μπορώ να πάω στην Αντίπαρο και να “διακόψω” από όσα θέλω κι ας είναι χειμώνας και θα χρειαστεί να σκουπίζω τις μαραμένες βουκαμβίλιες που θα έχουν πέσει. – Να με βγάλεις. Γιατί μου ταιριάζει. Και με έβγαλε.

Άρτεμις

Η μπουκαμβίλια ή βουκαμβίλια είναι Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό και ανήκει στην τάξη καρυοφυλλώδη και στην οικογένεια των νυκταγινιδών. Αυτό λέει το wikipedia για αυτό το υπέροχο φυτό που για μένα είναι συνώνυμο του ελληνικού καλοκαιριού. Ειδικά όταν συνδυάζεται με αυτό το μπλε στις πόρτες και τα παράθυρα των ελληνικών νησιών. Αυτό το μπλε που έχει και το σπίτι στην Αντίπαρο όπου τραβήχτηκε η συγκεκριμένη φωτογραφία. Καλοκαίρι 2016. Διακοπές με οικογένεια και φίλες. Από αυτές τις διακοπές που οι μέρες περνάνε τόσο γρήγορα που πριν το καταλάβεις έχεις γυρίσει στην Αθήνα. Πριν προλάβεις να δεις όλα όσα ήθελες, να φας όσα λιγουρεύτηκες και να μάθεις σε ποιον ανήκει αυτό το σπίτι που έβγαλες φωτογραφία. Ευτυχώς όμως, πρόλαβες να πιείς ουζάκι “Άρτεμις” στην ακροθαλασσιά και να κρατήσεις το μπουκάλι -ελπίζω να μη διαβάζει ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας- για σουβενίρ, να δεις τα απλωμένα χταπόδια που περιμένουν στωικά να γίνουν τροφή για τους τουρίστες και να ποζάρεις με ύφος Δον Κιχώτη δίπλα στον ανεμόμυλο στο λιμάνι. Αυτά είναι κάποια από αυτά που θα θυμάμαι από εκείνες τις διακοπές στην Αντίπαρο και το πόσο έντονο ήταν το χρώμα της, όπως την λέει η Ισμηνούτα, “μποκαμπίλιας”.

dsc_0019

Δήμητρα

Ήταν αρχές Ιουλίου όταν με την φίλη μου αναζητούσαμε τον καλοκαιρινό προορισμό μας για φέτος. Καταλαβαίνεις ότι μια τέτοια περίοδο, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί δωμάτιο σε οποιοδήποτε νησί. Τότε ήταν που της είπα, Μήπως να κοιτάξουμε και στην Αντίπαρο; Ρε είχα περάσει από Πάρο παλιά και δεν είχε τίποτε, μου απάντησε. Έχουν αλλάξει τα πράγματα ρε, το νησί έχει γίνει πολύ γνωστό. Πάμε; Πάμε. Και έτσι έγινε. Πήγαμε και ο έρωτας ήταν με την πρώτη ματιά. Συγκεκριμένα, με το πρώτο περπάτημα στο σοκάκι. Στον κεντρικό στην ουσία δρόμο που ξεκινάει από το λιμάνι και καταλήγει στην πλατεία με τα μπαράκια. Ντόπιοι και τουρίστες, όλοι μαζί μια παρέα. Η ευγένεια σε αυτό το νησί, φανερή σε όλα. Αλήθεια σου λέω, σε όλα. Τόσο που πολλές φορές ήθελα να τους ευχαριστήσω ακόμη παραπάνω για τον τρόπο τους. Παραλίες με κρυστάλλινα και καταγάλανα νερά που σε κάνουν να θέλεις να βγάλεις λέπια. Διασκέδαση που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα μεγάλα νησιά. Μπορείς να πιεις χαλαρό ποτό και μετά να κάνεις βόλτα, μπορείς να πιεις ποτό με πιο δυνατή μουσική και στην ουσία να προετοιμαστείς για την περίφημη ντίσκο, La luna.

Αν με ρωτήσεις τώρα αν κατάφερα να τα δω όλα, θα σου πω με απόλυτη σιγουριά, όχι. Αν με ρωτήσεις τι ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση, θα σου πω ένα σπίτι. Ναι, καλά διάβασες. Ένα σπίτι στον κεντρικό δρόμο που το χάζευα κάθε φορά που ανεβοκατέβαινα και από την πρώτη κιόλας μέρα έβγαλα την κάμερα να το φωτογραφίσω. Καλυμένο με βουκαμβίλιες, με το κλασικό μπλε του νησιού και ένα σεμεδάκι στο τραπέζι για να ολοκληρώσει όμορφα την εικόνα του. Ένα πράγμα σκεφτόμουν κάθε φορά που το έβλεπα. “Να χτυπήσω την πόρτα, να δω ποιος το έχει;”.

Processed with VSCO with e5 preset