Βλέπεις ένα μωρό, χεράκια ίδια με λαχταριστά φρατζολάκια, μπουτάκια τροφαντά με ζάρες, μαγουλάκια ροδαλά και τόσο φουσκωτά που αναρωτιέσαι κάθε φορά αν κρύβουν μέσα τους κανένα μακαντέμια. Και, κλασσικά, δηλώνεις πως το μωρό τούτο είναι για φάγωμα.

Μόλις έρθει η σειρά σου -είστε πολλοί συνήθως με τον ίδιο στόχο- να πλησιάσεις για εκείνο το φιλάκι ή το μικρό τσιμπηματάκι, θα σε κατακλύσει ένα αίσθημα ευφορίας από τις μυρωδιές της πούδρας και των λουλουδιών.

Αυτά, τώρα. Τα μωρά που γεννηθήκαμε δυο-τρεις δεκαετίες πριν, αν μας πλησίαζες αντίστοιχα, πιο πολύ φέρναμε σε καπνιστή μπριζόλα. Γιατί καλώς εχόντων η μαμά μας είχε ακούσει το γυναικολόγο της και είχε σταματήσει το κάπνισμα όσο μας κουβαλούσε στην κοιλιά κι όσο μας θήλαζε, αλλά τον μπαμπά δεν τον ακουμπούσε κανείς.

Κάπνιζε στο αυτοκίνητο με τα παράθυρα κλειστά κι εμάς στο παιδικό καθισματάκι. Στο σπίτι σαφώς και δεν έβγαινε στο μπαλκόνι. Κι όταν μας κρατούσε αγκαλιά και πηγαινοερχόταν τα βράδια μέχρι να αποκοιμηθούμε, στο ένα χέρι ήμασταν εμείς, στο άλλο το τσιγάρο.

Οι περισσότεροι λοιπόν από τους μπαμπάδες αυτούς, σήμερα είναι φανατικοί αντικαπνιστές. Ενοχλούνται τα μάτια τους όταν βρεθούν σε χώρο με καπνό, αποκτούν ίσως κι ένα βηχαλάκι. Μα, κυρίως, προσπαθούν με νύχια και με δόντια να πείσουν τα παιδιά τους ότι δεν πρέπει να καπνίζουν. Πόσο πειστικοί όμως μπορούν να γίνουν, όταν η εικόνα τους να καταναλώνουν δύο και τρία πακέτα ημερησίως είναι ακόμη στο νου μας;

Ο Γκάντι και η ζάχαρη

Στην Ινδία του 1930, μια μητέρα ήταν πολύ ανήσυχη που ο γιος της έδειχνε να έχει αναπτύξει εμμονική σχέση με τη ζάχαρη. Έχοντας προσπαθήσει ανεπιτυχώς διάφορες εναλλακτικές προσεγγίσεις, σκέφτηκε να πάει το γιο της να γνωρίσει το είδωλό του. Τον Μαχάτμα Γκάντι. Ελπίζοντας ότι εκείνον θα τον ακούσει.

Έχοντας ξεροψηθεί, περπατώντας στον ήλιο για χιλιόμετρα, έφτασαν στο πνευματικό ερημητήριο του Γκάντι. Εκεί, η μητέρα του εξήγησε την κατάσταση και του ζήτησε να συμβουλέψει το γιο της ότι η τόση ζάχαρη κάνει κακό στην υγεία του. Ο Γκάντι την άκουσε προσεκτικά και, απευθυνόμενος στο αγόρι, του ζήτησε να επιστρέψει σπίτι και να ξαναγυρίσει σε δύο εβδομάδες.

Ξανά τα χιλιόμετρα, ξανά ο ήλιος και τελικά φτάνουν και πάλι εκεί, μητέρα και γιος. Τότε ο Γκάντι κοιτάει το παιδί και του λέει “Αγόρι μου, καλύτερα να σταματήσεις να τρως ζάχαρη. Δεν είναι καλό για την υγεία σου”.

Το αγόρι έγνεψε με κατανόηση και δήλωσε πως θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να σταματήσει. Η μητέρα βέβαια, είχε μείνει με την απορία, οπότε και ρώτησε τον Γκάντι γιατί έπρεπε να γίνει όλο αυτό και δεν έδωσε τη συμβουλή του από την πρώτη φορά. Τότε της απάντησε “Δύο εβδομάδες πριν, κι εγώ ο ίδιος έτρωγα ζάχαρη”.

Κάπου ανάμεσα στην καπνιστή μπριζόλα και στη ζάχαρη

Πιο δύσκολο να γίνεις Γκάντι, πιο εύκολο να αναγνωρίσεις το ζήτημα με τον καθαρό πλέον αναπνευστικά μπαμπά. Σκέψου όμως κι εσύ πού βρίσκεσαι. Σκέψου τις φορές που είπες στην κολλητή ότι έχει δώσει πολλές ευκαιρίες σε έναν άνθρωπο που δε δείχνει συναισθηματικά διαθέσιμος, οπότε ήρθε η ώρα να προχωρήσει.

Όταν είπες στους γονείς σου ότι πρέπει να μην αμελούν τα ραντεβού με το γιατρό τους και να προσέχουν την υγεία τους. Και συνέστησες στο συνάδελφό σου να κάνει και κανένα διάλειμμα, αντί να πέφτει τόσο με τα μούτρα στη δουλειά. Ίσως συμβούλεψες το σύντροφό σου να μην κάνει μια δουλειά που τον θλίβει και τον βαραίνει, αλλά να κυνηγήσει τα όνειρά του.

Εσύ; Αντίστοιχες καταστάσεις έχεις ζήσει κι εσύ λογικά, πού σε βρήκαν; Τα έκανες όλα αυτά; Ή τα λες για να τα ακούς κι εσύ; Κι αν πάλι ισχύει το δεύτερο, τώρα τουλάχιστον ακούς ή ούτε κι αυτό πιάνει;

Σκέψου τον Γκάντι. Αν έτρωγε ακόμη ζάχαρη και ζητούσε από το αγόρι να σταματήσει, ο ίδιος θα ένιωθε ασυνεπής προς τα λόγια του. Αλλά και η συμβουλή του θα ήταν αναποτελεσματική, αν το αγόρι έβλεπε ότι ο ίδιος δεν κάνει αυτά που συστήνει. Διπλό το κακό εν ολίγοις.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να σε ακούσεις;

Για να μπαίνεις στη διαδικασία να δώσεις μια συμβουλή, έχεις απέναντί σου ένα άτομο για το οποίο ενδιαφέρεσαι και θέλεις να το βοηθήσεις. Ακούς προσεκτικά, ζυγίζεις την περίπτωση και σκέφτεσαι τι θα μπορούσες να του πεις. Κάτι που θα τον κάνει να νιώσει καλύτερα ή θα τον οδηγήσει να βρει μια λύση στο πρόβλημά του. Και δίνεις λοιπόν τη συμβουλή σου.

Έχοντας ακολουθήσει τα βήματα αυτά, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν ακολουθείς κι εσύ τις συμβουλές που δίνεις στους άλλους γιατί δεν τις θεωρείς καλές. Ίσα-ίσα. Αφού έρχονται ύστερα από ενδιαφέρον και σκέψη.

Το θέμα εδώ είναι πως όταν είσαι έξω από την κατάσταση και απλώς την ακούς από τον απέναντί σου, δε βιώνεις εσύ ο ίδιος τα συναισθήματα που αυτή προκαλεί. Έχεις έτσι τη δυνατότητα να δεις καθαρά.

Όταν μια φίλη ζει και σου περιγράφει μια τοξική σχέση, είσαι σε θέση να δεις τα σημάδια και να τη συμβουλέψεις να γυρίσει σελίδα. Αλλά δεν είσαι εσύ εκεί, να ζεις τα αντικρουόμενα συναισθήματα, η συνήθεια να σε κρατάει πίσω ενώ η λογική υπαγορεύει αδιέξοδο. Ούτε και σε κρατούν ξάγρυπνο οι ανησυχίες για την επόμενη μέρα, τα οικονομικά, τον περίγυρο, μια πιθανή μετακόμιση.

Και στα πιο πρακτικά. Κάνε εικόνα το συνάδελφό σου να περνάει μια κρίση πανικού. Είσαι δίπλα, τον παίρνεις χαμπάρι, πετάγεσαι πάνω και επιστρατεύεις την πιο ζεν φωνή σου να του ζητήσεις να πάρει μια βαθιά εισπνοή.

Κάνε τώρα εικόνα εσένα σε κρίση πανικού να προσπαθείς εσύ να πεις στον εαυτό σου να πάρει την εισπνοή αυτή. Ούτε μπορείς να το σκεφτείς, ούτε να το πεις, μάλλον ούτε και να το κάνεις. Είναι θέμα προσωπικής εμπλοκής.

Στο μεταξύ, υποσυνείδητα συναισθηματικά μας ζητήματα, στέκονται συχνά εμπόδιο. Όσα απλόχερα συμβουλεύουμε τους γύρω, πολλές φορές επιθυμούμε κρυφά να μπορούσαμε κι εμείς να τα κάνουμε πράξη. Αλλά μετά μπλέκονται τα δικά μας υποκείμενα ζητήματα. Όπως ο φόβος, η προσωπική μεροληψία και οι αμυντικοί μας μηχανισμοί.

Και πώς να γίνει πιο εύκολο

Προκειμένου να μπορέσεις και εσύ να επωφεληθείς από τις συμβουλές που με σκέψη και αγάπη προσφέρεις στους γύρω σου, θα χρειαστεί να έρθεις σε μια πιο συνειδητή επαφή με τον εαυτό σου. Να αυξήσεις την αυτοεπίγνωσή σου. Θα χρειαστεί χρόνος, προσπάθεια και επιμονή. Αλλά τελικά θα φέρεις στη ζωή σου μεγαλύτερη αντικειμενικότητα.

Έτσι θα μπορείς να αναγνωρίσεις με περισσότερη ευκρίνεια τι σου συμβαίνει, ποια είναι η κατάσταση που τώρα καλείσαι να αντιμετωπίσεις. Και ποιοι είναι και οι παράγοντες που δε σε αφήνουν να ακολουθήσεις τη συμβουλή που θα έδινες σε κάποιον αγαπημένο.

Μια καλή αρχή είναι όταν συμβουλεύεις άλλους, να αναρωτηθείς εάν εκείνη την ώρα προβάλλεις στην κατάστασή τους και δικά σου ζητήματα στα οποία επιθυμείς λύση. Αν τους δίνεις συμβουλές που θα ήθελες κάποιος να δώσει και σε σένα. Αφού δηλαδή βοηθήσεις τον απέναντί σου, πάρε λίγο χρόνο προσωπικό.

Όταν βγάλεις τα συμπεράσματά σου, σημείωσέ τα. Ξαναδές τα την άλλη μέρα. Προσπάθησε να σκεφτείς πως είναι οι σημειώσεις κάποιου δικού σου ανθρώπου, που στις έδωσε για να ζητήσει τη συμβουλή σου. Τι θα του έλεγες λοιπόν; Αυτό που θα του έλεγες, προσπάθησε να το ενστερνιστείς. Κι αν δεν τα καταφέρεις με την πρώτη, δεν πειράζει, ένα βήμα τη φορά. Όπως συμβούλευε ο πατέρας του τον Ted Kennedy, “Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Και μετά ας το να πάει”.

first published:  14.04. 2021