Το φόρεμα μου για την συνεχή προβολή ταινιών έχει ασπρόμαυρο μπούστο και μαύρη τούλινη φούστα που φτάνει ακριβώς στα γόνατα μου. Δε φοράω καλσόν για να είναι πιο εντυπωσιακό και για να μην κρυώνω άνοιξα το καλοριφέρ μου στους 25 βαθμούς. Κάνω ότι θέλω, μοιάζω με παραιτημένη φοιτήτρια και αυτό έχει κάτι διασκεδαστικό. Βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω κι η ρουτίνα αυτή με επαναφέρει στην κανονική ιδιότητα μου, τριαντάρα σε καραντίνα που δεν καπνίζει μέσα στο σπίτι γιατί έχει αποφασίσει ώριμα τα δυο τσιγάρα της ημέρας της να μην τα κρατάει, εκτός απ’ τα πνευμόνια της, σε ριχτάρια και κουρτίνες.

Έχει ακόμη ήλιο, βγάζω τα τακούνια και στηρίζω τα πόδια μου στα κάγκελα του μπαλκονιού. Δεν κρυώνω καθόλου, αφήνω τη μεσημεριανή, ανοιξιάτικη ζέστη να με κάνει παρέα και καπνίζοντας ξεχνιέμαι, σχεδόν δεν θυμάμαι πως είμαι εσώκλειστη.

«Ειρήνη!», κάποιος με φωνάζει, ακούω το όνομα μου, μπερδεύομαι. «Ειρήνη, εδώ, απέναντι!» Σηκώνομαι όρθια και βλέπω τον Μιχάλη να χαμογελάει, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, τα κουνάει δεξιά- αριστερά. «Γεια σου, Μιχάλη! Τι κάνεις;» «Μια χαρά, εσύ για πού το ‘βαλες;»

Γελάω και του λέω αδιάφορα μιας και δε με κερδίζει το χιούμορ του «Για πού αλλού; Για το μπαλκόνι.»

«Το ντύσιμο με παραπλάνησε, πίστεψα πως θα πήγαινες στο Μέγαρο Μουσικής…» Ωχ! Το ντύσιμο! Το ξέχασα αυτό…Μα πόσο γελοία είμαι! Είναι μεσημέρι μες την καραντίνα κι ο καινούριος μου γείτονας με βλέπει με τούλια και κραγιόν. Καταπληκτικά, έχω την απίστευτη ικανότητα να μπορώ να ρεζιλεύομαι μες το σπίτι ακόμη και μόνη. Εσείς τα καταφέρνετε τόσο καλά;

«Μιας και με κατάλαβες, να σου πω πως δεν πρόκειται για το Μέγαρο… Ντύθηκα για τα Όσκαρ και έβαλα σκοπό να βγω η πιο καλοντυμένη της βραδιάς.»

Ο Μιχάλης γελάει, πολύ, αληθινά, το καταλαβαίνεις όταν κάποιος δεν γελάει από τυπικότητα. Κουβεντιάζουμε κρεμασμένοι απ’ τα μπαλκόνια μας για την κατάσταση, η συζήτηση είναι λίγο άβολη. Συνηθίσαμε να μιλάμε με γνωστούς και οικείους, η επικοινωνία με έναν άγνωστο είναι μια διαφορετική εμπειρία κι απαγορεύει τις λεπτομέρειες που μοιραζόμαστε τις τελευταίες μέρες, όπως: ‘τι ώρα ξύπνησες;’, ‘τι έφαγες για βράδυ;’, ‘φοβάσαι ότι θα σε βγάλουν σε αναστολή;’

Πρέπει να είμαι ευγενική χωρίς να φανώ αδιάκριτη, άνετη ώστε να συνεχίσω την κουβέντα και λίγο ενδιαφέρουσα, αυτό το τελευταίο ήταν πρόβλημα που είχα και πριν.

Με ρωτάει αν βγαίνω και καταλαβαίνω πως εννοεί έξω από το σπίτι. Οποιοσδήποτε πριν την εποχή του κορονοϊού θα με ρωτούσε πού βγαίνω. Το φλερτ είναι σίγουρα διαφορετικό, μα ευτυχώς το φτερούγισμα είναι ακόμη ίδιο.