Δύο αρκετά μικρές λέξεις, μια ακόμη πιο μικρή πρόταση. Απλή, περιεκτική και to the point, που λένε και στο χωριό μου. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί αν την απαντήσει ευθέως. Αντ’ αυτού, βλέπουμε κορίτσια να λένε “Δεν ξέρω” και αγόρια να λένε “Θα δείξει”. Τι δεν ξέρεις και τι θα δείξει; Ή τον θες ή δεν το θες τον άλλον. Ή απαντάς ναι, ή απαντάς όχι. Τα μάλλον, ίσως, δεν ξέρω, θα δείξει, και ναι και όχι, τι καιρό έχει σήμερα και τα γυαλιά σου τα βρήκες, δεν υφίστανται.

-Τον θέλεις;

-Με κάνει να γελάω.

-Ναι, αλλά και εγώ σε κάνω να γελάς, δε με θέλεις.

-Τον αγαπάω.

-Άρα τον θέλεις;

-Όχι, τον αγαπάω και μου λείπει.

-Ναι δηλαδή, τον θέλεις. 

-Σου είπα.

Και αυτός ο διάλογος που είχα με τον Γιώργο συνεχίστηκε για λίγο (ή πολύ ακόμη) εκείνο το βράδυ. Από τότε, μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που κάποιος με ρωτάει αν τον θέλω (όχι αυτόν, κάποιον τρίτο), σκέφτομαι τον Γιώργο. Αφενός γιατί δεν μπορώ ποτέ να απαντήσω μ’ ένα ξερό ναι ή όχι, και αφετέρου γιατί όταν θέλω κάποιον, για κάποιο λόγο φοβάμαι να πω αυτές τις δύο μικρές λεξούλες. Όπως φοβούνται και όλοι αυτοί στους οποίους κάνω την ίδια ερώτηση. Γιατί δεν είναι εύκολο να παραδεχτούμε ότι θέλουμε κάποιον. Στους άλλους, σ’ εμάς. Πρώτα σ’ εμάς και μετά στους άλλους. Λες και με ένα απλό “Τον θέλω” υπογράφεις την καταδίκη σου. Λες και με αυτό το “Ναι” δεν μπορείς να σταματήσεις να τον θέλεις. Λες και είναι υποχρεωτικό.

Γι’ αυτό λοιπόν, το κρατάς μέσα σου. Ξέρεις πότε τον θέλεις και πότε όχι, και απαντάς κάτι αδιάφορο. Τόσο αδιάφορο που δεν καταλαβαίνες πως τελικά έχεις πει στην ίδια πρόταση δύο από τις πιο δύσκολες φράσεις της ζωής σου. Τον αγαπάω και μου λείπει. Αυτές τις δύο που αν σε ρωτούσε κάποιος “Σου λείπει;” ή “Τον αγαπάς” θα απαντούσες “Τον θέλω”. Γιατί είσαι τόσο ανάποδη. Γιατί είμαστε τόσο ανάποδες. Μέχρι που τελικά, κανείς ποτέ δεν λέει το “Σε θέλω”, το “Μου λείπεις” και το “Σ’ αγαπάω” στην ώρα του. Μέχρι που τρέχεις να προλάβεις να τα πεις όσες περισσότερες φορές γίνεται. Ενώ δεν γίνεται.

Όμως, γιατί φοβάσαι τόσο πολύ να πεις ότι θέλεις κάποιον; Γιατί κυνηγάς την ουρά σου ενώ μπορείς να κυνηγήσεις τα όνειρά σου; Γιατί περιμένεις να γκρινιάξεις λέγοντας “Ναι, αλλά εγώ τον ήθελα” και να σε μουτζώσουν για να καταλάβεις; Για να καταλάβεις και να κάνεις ξανά το ίδιο λάθος. Οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι για να βάζουμε εμπόδια στον εαυτό μας αλλά για να ξεπερνάμε όλα εκείνα που μας βάζει η ζωή. Όλα εκείνα που ορίζει η τύχη και προσπαθούμε να προσπεράσουμε με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Κανείς δεν σου είπε πως το “Σε θέλω” ή το “Μου λείπεις” θα σε ρίξει στον γκρεμό. Κανείς δε σου είπε πως το να παραδεχτείς ότι θέλεις κάτι πολύ σε κάνει ευάλωτο. Κανείς δε σου είπε πως το να σταματήσεις να αρνείσαι στον εαυτό σου πως θέλεις κάποιον σε κάνει πιο αδύναμο. Απλώς έτσι πιστεύεις εσύ. Έτσι έχεις μάθει να πιστεύεις.

Πρέπει λοιπόν, να μάθεις να απαντάς απλά. Μ’ ένα ναι, ή μ’ ένα όχι. Πρέπει να μάθεις να μην περιπλέκεις αυτά που νιώθεις, αυτά που κάνεις. Πρέπει να μάθεις να μην πνίγεσαι στο 70% του σώματός σου, μα ν’ αναπνέεις στο 30%. Και πρέπει να λες όσα περισσότερα “Σε θέλω” και “Σ’ αγαπώ” για να μην φτάσεις να λες “Μου λείπεις”.

Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσουν αν τον θέλεις, σκέψου πόσο θα θύμωνε ο Γιώργος με μια περίπλοκη απάντηση. Και απάντα όπως ακριβώς νιώθεις. Γιατί ξέρεις πως νιώθεις και δεν θα δείξει πως θα νιώσεις.