mascot-2004-SUMMER-OLYMPICS-ATHENS-GREECE

– Πού είσαι;

– Μόλις γύρισα από Θρακομακεδόνες.

– Τι έκανες εκεί κυριακάτικα;

– Πήγα να πάρω την Κρις από το ξενοδοχείο σκύλων. Πέρασα και απο το Ολυμπιακό χωριό. Μαυρίλα με έπιασε. Εσύ τι κάνεις;

– Βλέπω την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων.

– Και δεν περιμένεις να δεις την τελετή λήξης; Τελειώνουν σε λίγο.

– Την τελετή έναρξης της Αθήνας βλέπω. Και με έχουν πιάσει τα κλάματα. Και ξέρεις όχι από το αυτονόητο, όχι από περηφάνεια δηλαδή, αλλά γιατί συνειδητοποιώ πώς ήμασταν και πώς γίναμε.

– Καταλαβαίνω. Για τον ίδιο λόγο έπαθα μαυρίλα κι εγώ σήμερα. Κλείσε να την δω κι εγώ και μιλάμε.

Και κάπως έτσι, Κυριακή 14 Αυγούστου του 2016, ενώ το Ρίο και όλος ο πλανήτης ζει στους ρυθμούς των Ολυμπιακών αγώνων του 2016 εμείς υποβάλαμε τους εαυτούς μας σε ένα άτυπο “μνημόσυνο”.

Αυτό των Ολυμπιακών αγώνων του 2004.

Αυτό του “πώς ήμασταν και πώς γίναμε”.

Αυτό του “δεν στεναχωριέμαι που δεν ήμασταν φτωχοί τότε, αλλά στεναχωριέμαι που δεν ήμασταν φοβισμένοι και ήμασταν ξέγνοιαστοι”.

Αυτό του “κάποτε υπήρξαμε περήφανοι”.

Η οθόνη με το πάτημα του “πλέι” πλημμύρισε με ήχους και εικόνες του 2004.

“10, 9, 8, 7, 6, 5, 4, 3, 2, 1” , μετρούσε αντίστροφα όλο το στάδιο παράλληλα με την μεγάλη οθόνη μέχρι να υποδεχτεί η Ελλάδα τους πολίτες του κόσμου μέχρι να υποδεχτεί ξανά τους Ολυμπιακούς αγώνες σπίτι τους. Με την υποδοχή που τους άρμοζε. Με νταούλια και μπουζούκια. Γιατί τότε, το 2004 τα νταούλια, τα μπουζούκια ακόμα και το ζεϊμπέκικο ήταν λόγοι εθνικής περηφάνιας, ήταν τιμή μας σαν χώρα να δείξουμε και να ακούσουν οι πολίτες του κόσμου το μπουζούκι, τα νταούλια και το ζεϊμπέκικο που με τόση ευκολία αφήσαμε να τα ευτελίσουμε όπως τα χρησιμοποιήσαμε από εκεί και έπειτα. Ήταν τότε που όλος ο πλανήτης θαύμαζε τον χορό αυτόν και δεν απορούσε με πόση ευκολία τον “τσαλαπατάνε” κι ας ξέρουν τα βήματα του για να πανηγυρίσουν χωρίς προφανή λόγο στο Σύνταγμα.

Με το μπουζούκι και τα νταούλια άναψε μια φλόγα από το παρελθόν τους Ολυμπιακούς κύκλους του τότε παρόντος, σαν την φλόγα που είχαν τότε οι εθελοντές, οι κάτοικοι της Ελλάδας που “θυσίασαν” τις διακοπές του Αυγούστου για να “είναι στην Αθήνα”. “Ολυμπιακούς αγώνες έχουμε κι εγώ θα λείπω;”, “τόσα χρόνια τους περιμέναμε κι εγώ θα λείπω;”, “γιορτή έχουμε κι εγώ θα λείπω;”, αυτοί ήταν οι λόγοι που η Αθήνα παρέμεινε γεμάτη τον Αύγουστο του 2004. Το “εγώ θα λείπω;”. Κάτοικοι, πολίτες αυτής της χώρας σε εκούσιο “εγκλεισμό” στην Αθήνα για να μην λείπουν από την γιορτή. Και όχι επειδή δεν είχαν χρήματα για να φύγουν, όχι επειδή φοβόντουσαν τον Σεπτέμβρη που θα έρθει.

Πολίτες, κάτοικοι, θεατές, συμμέτοχοι μιας γιορτής, μιας “ιεροτελεστίας”. Χαρούμενοι, ξέγνοιαστοι, οικοδεσπότες που είχαν βάλει “τα καλά” τους. Όχι γιατί δεν ήταν φτωχοί, αλλά γιατί ήταν “ξέγνοιαστοι”.

“Καλοί ήμασταν ε;”, στέλναμε μηνύματα σαν να κοιτάμε παλιές φωτογραφίες και νοσταλγούμε τα νιάτα μας.

“Χαμογελαστοί ήμασταν”, σαν να κοιτάμε παλιές φωτογραφίες και αναστενάζουν στην ξεγνοιασιά των νιάτων μας.

Και η οθόνη συνέχιζε να πλημμυρίζει χρώματα, γαλάζιο, άσπρο, θάλασσα, χάρτινο καραβάκι που ταξίδευε τους Ολυμπιακούς αγώνες, τους αθλητές και τους θεατές σε μια γιορτή που μόλις άρχιζε. Σε μια γιορτή που ήταν όλοι καλεσμένοι. Που δεν υπήρχαν “ξένοι”, που ήταν όλοι ευπρόσδεκτοι, απαραίτητοι, αναγκαίοι. Που ήταν όλοι μαζί.

Γιατί στην γιορτή αυτή, δεν υπήρχε φόβος για τον άλλο, ούτε μίσος. Υπήρχαν μόνο κάτοικοι ενός πλανήτη που είχε παραμερίσει τα όποια προβλήματα του για λίγο και άκουγε την καρδιά του να χτυπά σαν τα νταούλια που χτυπούσαν στην τελετή έναρξης. Υπήρχαν μόνο κάτοικοι ενός πλανήτη που σηκώθηκαν όρθιοι στον εθνικό ύμνο της Ελλάδας πριν περάσουν τα χρόνια και αθλητές με εθνόσημα στις εμφανίσεις γυρνάνε τις πλάτες σε συναθλητές τους με διαφορετικά εθνόσημα στις εμφανίσεις τους. Πριν περάσουν τα χρόνια και αθλητές με εθνόσημα στις εμφανίσεις μιλάνε με υποτιμητικά, ρατσιστικά σχόλια για ανθρώπους με άλλα εθνόσημα.

Ήταν τότε που ο αθλητής ήταν άνθρωπος, και που ίσως αντιπροσώπευε το “Ολυμπιακό ιδεώδες”, γιατί ίσως το καταλάβαινε. Γιατί ίσως παρέμενε άνθρωπος.

Ήταν το 2004. Και είχαμε Ολυμπιακούς αγώνες. Και ήταν όμορφα. Γιατί είχαμε γιορτή. Και στις γιορτές δεν φοβάται κανείς. Παρά χαμογελάει και το διασκεδάζει. Είτε είναι οικοδεσπότης είτε είναι καλεσμένος.

Ήταν το 2004. Δε σίτι γουόζ Άθενς.

Και η Αθήνα ήταν αλλιώς.

Και η Ελλάδα ήταν αλλιώς.

Και ο πλανήτης ήταν αλλιώς.

Σίγουρα όχι αγγελικά πλασμένος και βιώσιμος αλλά ήταν αλλιώς.

Πιο ξέγνοιαστος για κάποιους.

Πιο άνθρωπινος για κάποιους.

Πιο διαθέσιμος για εκεχυρία για κάποιους.

Είναι το 2016.

Και όλα είναι αλλιώς.

Πιο φοβισμένα. Για όλους.

“Πριν τρεις χιλιάδες χρόνια ο πρώτος αθλητής έτρεξε…”

Μέχρι να βρει το τέρμα του και τους άλλους συναθλητές του έχει πολλά χρόνια ακόμα…