Στην Ελλάδα η ταβέρνα δεν είναι όπως στα άλλα μέρη του κόσμου. Καταρχάς, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την έννοια της «ταβέρνας» από αυτή του «εστιατορίου».

Το εστιατόριο είναι ένα  μέρος στο οποίο ο κόσμος πάει να φάει. Συνήθως είναι στα όρια του «κυριλέ». Υπάρχουν σερβίτσια ήδη τοποθετημένα στα άδεια τραπέζια, δεν υπάρχει κάπνα, τσίκνα ή φασαρία, συνήθως υπάρχουν υπάλληλοι που σε καλωσορίζουν χαμογελαστά, σε βάζουν στο τραπέζι σου και σου λένε και ένα «καλησπέρα με λένε Σεμπάστιαν και θα είμαι ο σερβιτόρος σας για απόψε» βρε αδερφέ. Μεγάλη ζωή.

Στο εστιατόριο όλοι κάθονται στη θέση τους την οποία έχουν κλείσει τηλεφωνικά, διαλέγουν τι θέλουν να φάνε, παραγγέλνουν, κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Το φαγητό έρχεται, τρώνε, οι σερβιτόροι μαζεύουν το τραπέζι, φέρνουν ένα στοιχειώδες επιδόρπιο (συνήθως κέρασμα του μαγαζιού), μετά οι πελάτες κάνουν ένα τσιγαράκι (συνήθως έξω) πληρώνουν φεύγουν.

Αυτό είναι. Τέλος!

Στο εστιατόριο υπάρχει ένα στοιχειώδες πρωτόκολλο. Υπάρχουν τρόποι.

Στην ταβέρνα τα πράγματα αλλάζουν. Μπορεί οι άνθρωποι να παραμένουν οι ίδιοι (η ίδια παρέα που θα πάει στο εστιατόριο θα πάει και στην ταβέρνα) αλλά για κάποιο λόγο, όλα τα υπόλοιπα… μεταμορφώνονται!

Μπαίνοντας… Δεν ξέρω γιατί αλλά μπαίνοντας σε μία ταβέρνα ξεκινάει μια διαδικασία η οποία έχει εντυπωθεί στο DNA μου. Σαν πίθηκος που βλέπει και κάνει ό,τι οι υπόλοιποι, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συμπεριφέρομαι έτσι όπως συμπεριφέρομαι, αλλά ξέρω καλά πως έτσι πρέπει να κάνω. Στην είσοδο όλες οι αισθήσεις μου είναι στο «πικ» τους. Είμαι ένας «ανιχνευτής». Είμαι αυτός στον οποίο η ομάδα μου έχει εμπιστευτεί για την επιβίωση. Είμαι ένας Μάρκο Πόλο, ένας Μαγγελάνος, ένας Κάπταιν Κουκ! Τα μάτια είναι ανοιχτά. Βλέπω τα πιθανά ελεύθερα τραπέζια. Τα αυτιά μου είναι «ραντάρ» και ακούω σχόλια των ανθρώπων που ήδη τρώνε.

Είναι καλό το παϊδάκι;

Τι λέει το κρασί;

Αυτή η παρέα έχει μικρά παιδάκια καλό θα είναι να την αποφύγω.

Η απόφαση για το τραπέζι πρέπει να παρθεί σε διάστημα δευτερολέπτων από την είσοδο, αλλιώς κινδυνεύουμε να μας περάσουν για την άπορη οικογένεια που μοιράζει LED φακούς και χρωματιστά κυβάκια-ρολόγια.

Και όμως…

Όποια απόφαση και αν πάρεις…

Όσο «τέλειο» και αν είναι το τραπέζι που θα καθίσεις…

Πάντα μα ΠΑΝΤΑ, θα είναι το λάθος!

Το πιο πιθανό είναι να καθίσεις σε ένα τραπέζι που εσύ θεωρείς ιδανικό, αλλά σίγουρα κάποιος, κάποια από την παρέα σου θα πει «γιατί καθίσαμε εδώ» και θα σου ζητήσει να κάτσετε «σε εκείνο εκεί είναι πιο ωραίο». Εκείνο το τραπέζι που είναι για τέσσερα άτομα αλλά εσείς είστε έξι.

«Έλα μωρέ θα ενώσουμε αυτό δίπλα εντάξει».

Και πιάνεις τον σερβιτόρο, τον ρωτάς αν γίνεται να ενώσετε τα τραπέζια, εκείνος δέχεται με βαριά καρδιά, το σηκώνει, το ενώνει και κάθεστε.

Διαλέγοντας… Οι επιλογές σε μία ταβέρνα είναι συγκεκριμένες: Κρέας! Δεν θα πας ποτέ σε ταβέρνα για να φας γεμιστά, γιουβαρλάκια, παστίτσιο,  φασολάκια ή μπάμιες με κοτόπουλο. Εξαίρεση ίσως αποτελούν οι ψαροταβέρνες, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Στο μυαλό μου όταν μου λες «ταβέρνα» σκέφτομαι παϊδάκι, μπριζόλα χοιρινή, λουκάνικο, κοτόπουλο πατάτες και σαλάτα. Αυτές είναι οι επιλογές! Αν είσαι χορτοφάγος κακώς ήρθες και κακώς σε φέραμε. Έπρεπε να κάτσεις σπίτι, να φας κάτι από σόγια και να δεις καμιά σαπουνόπερα μα τον «Στράτο» (ένας είναι ο Στράτος).

Αφού ο σερβιτόρος στρώσει το χαρτοπετσετοτραπεζομάντηλο, το στερεώνει με αυτά τα περίεργα πλαστικά πιαστράκια τα οποία ΠΟΤΕ δεν ταιριάζουν με το τραπέζι και ή σπάνε ή φεύγουν.  Σου φέρνει το καλαθάκι που έχει μέσα ψωμί χαρτοπετσέτες και τα σερβίτσια (ναι όλα σε ένα), 1-2 τασάκια και βέβαια τον κατάλογο.

Συνήθως είναι 3 σελίδες. Οι κατηγορίες είναι απλές και πρόκειται για τις παρακάτω: Ορεκτικά, σαλάτες, της ώρας, αναψυκτικά/ κρασιά.

Μπορεί να υπάρχουν και κάποιες επιπλέον κατηγορίες, όπως γλυκά, μαγειρευτά, κ.λπ αλλά στις σπάνιες περιπτώσεις που υπάρχουν τις αγνοούμε χαρακτηριστικά.

Και φτάνει η ώρα για την…

Παραγγελία… Συνήθως ένας αναλαμβάνει να κάνει την παραγγελία. Και μη φανταστείς πως αυτός ο «ένας» εκλέχθηκε με τίποτα… «δημοκρατικές διαδικασίες». Άντε στην καλύτερη να είναι αυτός που έχει πάει τις περισσότερες φορές στην εν λόγω ταβέρνα αλλά συνήθως είναι αυτός που νιώθει έτοιμος ή νιώθει πως είναι πιο μάγκας από τους υπόλοιπους. Βέβαια πάντα πριν μιλήσει κάνει ένα μίνι-συμβούλιο με τους υπόλοιπους.

Το κακό είναι πως για να έχω πάει σε ταβέρνα, πάει να πει πως πεινάω! Στην καλύτερη περίπτωση έχω λιγούρα, στην χειρότερη έχω ήδη αρχίσει να τσιμπολογάω από το ψωμί μέσα από το καλαθάκι. Οπότε αρχίζω και παραγγέλνω αδιακρίτως!

Συνήθως ξεκινάω με τις μερίδες. Σαν «αρχηγός» θα παραγγείλω ό,τι μου έχουν πει ότι θέλουν οι υπόλοιποι (συνήθως μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκι κοτόπουλο) ή θα ζητήσω «Χ κιλά παϊδάκια».

Μετά περνάω σε αυτά που θα έχουμε «στη μέση». Ξεκινάω λοιπόν την παρακάτω συζήτηση:

Αρχηγός: Να πάρουμε και καμιά σαλάτα ε;

Υπόλοιποι: Ναι μωρέ

Αρχηγός: Φέρτε μας μία χωριάτικη και μία λάχανο-καρότο

Κάποιος: Μισό, βάζετε ξύδι στο λάχανο;

Σερβιτόρος: Ναι αλλά αν θέλετε δε βάζουμε τίποτα και σας φέρνουμε να βάλετε εσείς ξύδι ή λεμόνι

Κάποιος: Ωραία φέρτε μας σκέτη καλύτερα γιατί εγώ δεν τρώω ξύδι

Κάποιος άλλος: Γιατί ωραίο είναι το ξύδι

Αρχηγός: Εντάξει φέρτε μας 2 λάχανο καρότο, μία με ξύδι μία χωρίς. Και μία χωριάτικη

Καταλήγω λοιπόν με τρεις σαλάτες. Και συνεχίζω!

Αρχηγός: Να πάρουμε και κανα λουκάνικο;

Υπόλοιποι: Ναι μωρέ

Αρχηγός: Ωραία, φέρτε μας 2 λουκάνικα και… έχουν πατάτες οι μερίδες;

Σερβιτόρος: Ναι έχουν

Αρχηγός: Ε εντάξει φέρτε μας και 2 μερίδες πατάτες τότε (στους υπόλοιπους) μικρές είναι άλλωστε από ότι είδα,  (στο σερβιτόρο) και μία φέτα ψητή.

Κάποιος: Εγώ δεν τρώω φέτα

Αρχηγός: Εντάξει θα την έχουμε εδώ μαζί μας. Να πάρω και ένα τζατζίκι θα φάει κανείς;

Υπόλοιποι: Πάρε ένα τζατζίκι και μία τυροκαυτερή

Αρχηγός: Οκ, ένα τζατζίκι και μία τυροκαυτερή

Σερβιτόρος: Να σας φέρω κάτι να πιείτε;

Αυτή η ερώτηση είναι που περιμένω για να κάνω «το κομμάτι μου». Να δείξω πόσο μάγκας είμαι, πόσο άξιος αρχηγός και πόσο τυχεροί είναι οι υπόλοιποι που με έχουν στην παρέα τους. Και συνήθως ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία.

Αρχηγός: Κρασί έχετε;

Σερβιτόρος: Ναι ασφαλώς έχουμε εμφιαλωμένο και έχουμε και δικό μας

Αρχηγός: Το δικό σας τι είναι…; Λευκό;

Σερβιτόρος: Έχουμε και ροζέ και λευκό

Αρχηγός: Είναι καλά;

Σερβιτόρος: Είναι πάρα πολύ καλά και τα δύο

Δηλαδή τι περίμενα; «Α-πα-πα-πα-πα σκέτο ξύδι μην τα βάλεις στο στόμα σου μεγάλε»; Και βέβαια θα μου πει ότι είναι καλά! Και υδροχλωρική ποτάσα να σέρβιραν, πάλι καλό θα μου έλεγε ότι είναι!

Αρχηγός: Φέρτε μας αν είναι και από τα δύο να δοκιμάσουμε

Σερβιτόρος: Μάλιστα. Αυτά;

Αρχηγός: Αυτά αυτά. Ευχαριστούμε πολύ!

Περνάνε λίγα λεπτά, έχουν παραγγείλει όλοι και τις δικές τους μερίδες, άλλος μπριζόλα, άλλος… μπριζόλα, άντε βάζουμε και κάνα παϊδάκι στη μέση και όλοι είμαστε ευχαριστημένοι με τους εαυτούς μας (έχουμε παραγγείλει φαγητό για όλο το οικοδομικό τετράγωνο). Μετά από λίγο έρχεται ο σερβιτόρος με τα δύο… «δείγματα» κρασιού.

Τώρα, αν είσαι σωστός… «δοκιμαστής» θα πάρεις μια γουλιά στο στόμα σου, θα την κάνεις «μπούκωμα» όπως όταν κάνεις με αλατόνερο για το δόντι σου, θα την καταπιείς και θα πεις «ωραίο κρασί ρε!» στους υπόλοιπους.

Δεν έχει σημασία αν είναι ή δεν είναι ωραίο! Πήρα χύμα κρασί από ταβέρνα, άρα τα στάνταρ μου δεν είναι και Γάλλου σομελιέ! Αυτό που πρέπει να δείξω είναι ότι ξέρω. Δεν ξέρω! Ιδέα δεν έχω! Αλλά πρέπει να δείξω ότι ξέρω. Είμαι ο αρχηγός που να πάρει!!

Συνήθως οι υπόλοιποι θα συμφωνήσουν (μπορεί να δοκιμάσει και κανένας άλλος για να συμφωνήσει) και συνήθως το ένα από τα δύο είναι το «καλό» και το άλλο «έτσι κι έτσι». Μην ξεγελιόμαστε… στην τύχη γίνεται η επιλογή.

Το φαγοπότι… Και σιγά-σιγά ξεκινάει το φαγητό. Πρώτα έρχονται οι σαλάτες. Τώρα, έχε υπόψη σου ότι σε αυτό το σημείο, και απλή λιγούρα να είχα, έχει γίνει πείνα. Αν πάλι πείναγα, τώρα λιμοκτονώ.

Με το που έρθουν οι σαλάτες αρχίζω και πέφτω στην παπάρα και στη φέτα με το ψωμί. Διακριτικά στην αρχή, πιο φανατικά στη συνέχεια. Ευτυχώς δεν περνάει πολλή ώρα και έρχονται οι πατάτες με τα τζατζίκια και τις τυροκαυτερές.

Χωρίς να το σκεφτώ έχω βουτήξει την πατάτα στο τζατζίκι και τρώω. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως, ό,τι σαλάτα έφαγα… έφαγα! Από τις τρεις σαλάτες έχουν  μείνει τουλάχιστον η μισή ποσότητα και αυτή η ποσότητα ελάχιστα θα μειωθεί μέχρι το τέλος.

Μετά από λίγο θα έρθουν και τα λουκάνικα (τα οποία έχουν πατάτες). Κάποιος θα τα κόψει, κάποιος θα στύψει το λεμόνι και θα αρχίσω να τρώω και από εκεί. Κάπου μεταξύ πατάτας και λουκάνικου θα παραγγείλω λίγο ψωμάκι ακόμα. Θα βουτήξω το λουκάνικο στο τζατζίκι (ωραίο είναι σκάσε και τρώγε δε θέλω σχόλια) θα πιώ λίγο κρασί, λίγο νερό και εκεί που αρχίζω και… χορταίνω έρχεται το… φαγητό!

Έλα τώρα να πούμε αλήθεια… σε αυτό το σημείο και να μου έπαιρναν ό,τι φαγητό υπήρχε μπροστά μου θα ήμουν οκ. Στην ουσία έχω χορτάσει. Όχι δεν έχω σκάσει, αλλά έχω χορτάσει. Είμαι ωραίος, σωστός, έτοιμος για φρουτάκι.

anigif_enhanced-4432-1411326971-2

Αλλά όχι. Συνεχίζω να τρώω το φαγητό μου. Και μάλιστα το ευχαριστιέμαι κιόλας. Οι πατάτες που συνοδεύουν τη μερίδα μου με φουσκώνουν ακόμα περισσότερο, η στεγνή χοιρινή μου πρακτικά «απαιτεί» κρασί ή νερό για να κατέβει και αρχίζω και ιδρώνω.

Τελικά… μετά από περίπου μιάμιση ώρα από τη στιγμή που παρήγγειλα… τελειώνω το φαγητό.

Τα συντρίμμια… Είμαι μπροστά σε ένα μετά-αποκαλυπτικό τοπίο Mad Max. Μισο-τελειωμένα φαγητά βρίσκονται μπροστά μου, σαλάτες σχεδόν «απείραχτες», το χαρτοπετσετοτραπεζομάντηλο έχει ξεφτίσει σε πολλαπλά σημεία από τα νερά που έχουν πέσει πάνω, υπάρχουν πατάτες βυθισμένες μέσα στο τζατζίκι, πατάτες στο πάτωμα, πατάτες, πατάτες, πατάτες…

Σε αυτό το σημείο θα ανάψουν τα πρώτα τσιγάρα, θα αρχίσουν οι κουβέντες για κάθε θέμα και μάλιστα φωναχτά-φωναχτά (αφού και οι άλλοι φωνάζουν δηλαδή πώς θα ακουστούμε;) θα πάρω κάποιες σόδες.

Συνήθως τώρα είναι που αρχίζω και λέω τις γνωστές ατάκες που λέμε όταν είμαστε στη φάση να φύγουμε. «Δεν πάμε σιγά σιγά;» ή «Δεν πληρώνουμε σιγά σιγά;». Και κάπως έτσι φτάνουμε στον…

Λογαριασμό… Ποτέ δεν έχω ζητήσει «ντόμπρα» από έναν σερβιτόρο το λογαριασμό. Θα ήθελα κάποια φορά να τον κοιτάξω στα μάτια και να πω «Ε εσύ…! φέρε μου τον λογαριασμό σε παρακαλώ!» με στόμφο. Με περηφάνια!

Πάντα το κάνω συνωμοτικά για κάποιο λόγο. Σα να ντρέπομαι.

Τις περισσότερες φορές θα κάνω «το νεύμα». Ξέρεις, αυτό που τον κοιτάς, σε κοιτάει, και κάνεις με τον χέρι σου την κίνηση πως γράφεις στον αέρα ενώ ψιθυρίζεις «το λογαριασμό». Βέβαια ουσιαστικά δεν έχει σημασία τι λες… Μπορείς να πεις «Έρχεσαι για ένα BDSM στα γρήγορα;» και να κάνεις την κίνηση, ο σερβιτόρος πάλι «μάλιστα βεβαίως έρχομαι» θα σου πει.

Έρχεται ο λογαριασμός και εκεί είναι που νιώθω χαμένος… Τι τα θέλαμε τόσα φαγητά; Δεν γίνεται, κάτι δεν πάει καλά… Αφού τώρα δεν πεινάμε γιατί πρέπει να πληρώσουμε όλα αυτά; Μάλλον το πιο σωστό είναι «αφού τώρα δεν πεινάμε τι τα παραγγείλαμε όλα αυτά;»

Μετά θα περάσει από χέρι σε χέρι, και βέβαια θα υπάρξει ο σχολαστικός που θα πιάσει ένα-ένα τα φαγητά και τις τιμές και πάντα θα κολλήσει σε ένα σημείο «ρε Γιάννη τι είναι το σαλάτα λ/κ χ.ξ.;». Και πάντα θα νομίζει ότι βρήκε κάτι που δεν παραγγείλαμε αλλά 99% θα έχει κάνει λάθος…

Ελπίζω μόνο την επόμενη φορά να μη με θυμούνται.