Μέχρι να κλείσουν οι πληγές θα είσαι κάποιος που ήξερα.

Μέχρι να κλείσουν οι πληγές θα είμαι κάποια που ήξερες.

Θα κοιτάμε φωτογραφίες και θα θυμόμαστε αυτόν που ξέραμε.

Θα σκίζουμε και θα διαγράφουμε φωτογραφίες, ή θα τις χώνουμε σε κουτιά που θα τα κρύβουμε σε ντουλάπια γιατί δεν θα αντέχουμε να βλέπουμε την ζωή που ξέραμε με κάποιον που ξέραμε.

Θα ακούμε τραγούδια και θα δυναμώνουμε την ένταση ή θα τα αλλάζουμε γιατί δεν θα αντέχουμε να μας θυμίζουν την ζωή που ξέραμε με κάποιον που ξέραμε

Θα συναντιόμαστε με φίλους και γνωστούς και θα ρωτάμε δήθεν αδιάφορα τι κάνει και πώς είναι αυτός ο κάποιος που ξέραμε.

Θα συναντιόμαστε με φίλους καιγνωστούς και δεν θα ρωτάμε γιατί δήθεν δεν θα μας νοιάζει τι κάνει και πώς είναι αυτός ο κάποιος που ξέραμε.

Θα βρίσκουμε πράγματα τυχαία στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στην τσάντα, πράγματα ξεχασμένα εκείνου του κάποιου που ξέραμε. Πράγματα δικά του, που άφησε ή ξέχασε πίσω του όταν κάποιος αποφάσισε να συνεχίσει την ζωή του χωρίς τον κάποιο που ήξερε.

Θα βλέπουμε μια ταινία, θα ακούμε ένα τραγούδι, θα τρώμε ένα φαγητό, θα μαθαίνουμε μια είδηση και θα ξέρουμε πως θα άρεσε, θα ενδιέφερε, θα συγκινούσε αυτόν τον κάποιον που ξέραμε.

Θα κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και θα προσπαθούμε να μάθουμε τον εαυτό μας χωρίς. Χωρίς τον κάποιον που ξέραμε.

Θα συνεχίζουμε τις μέρες μας, τους μήνες μας, τα χρόνια μας ίσως και την ζωή μας σίγουρα, χωρίς τον κάποιον που ξέραμε.

Θα αναρωτιόμαστε τι κάνει, πώς είναι, πώς συνεχίζει τις μέρες του, τους μήνες του, τα χρόνια του ίσως και την ζωή του σίγουρα αυτός ο κάποιος που ξέραμε.

Θα χανόμαστε στις αναμνήσεις, στα λόγια, στις στιγμές εκείνες μαζί με κάποιον που ξέραμε.

Που δεν τον ξέρουμε πια.

Πώς να θεωρήσουμε ότι ξέρουμε αυτόν τον κάποιο που ξαφνικά μοιάζει άλλος? Μοιάζει ξένος.

Δεν σε ξέρω πια.

Και δεν με ξέρεις πια.

Είμαστε κάποιοι που κάποτε γνωριζόμασταν.

Που κάποτε ήξερε ο ένας τον άλλο.

Κάποτε.

Παλιά.

Τότε.

Ήμασταν άλλοι κάποτε.

Παλιά.

Τότε.

Ήσουνα.

Ήμουνα.

Μαζί.

Μέχρι να κλείσουν οι πληγές θα κοιτάξει ο καθένας να μάθει τον εαυτό του.

Μέχρι να κλείσουν οι πληγές θα μαζέψουμε τα πράγματα μας, τα κομμάτια μας, τα συντρίμια μας, τις δυνάμεις μας.

Θα σταθούμε στον τοίχο για να βρούμε στήριγμα, ή θα σταθούμε στον τοίχο και θα πέσουμε στο πάτωμα στηριζόμενοι σε αυτόν.

Θα σταθούμε στα πόδια μας τελικά, στηριγμένοι στον τοίχο απέναντι από έναν καθρέφτη, απέναντι από τον εαυτό μας και θα δούμε την γύμνια μας. Και θα την γνωρίσουμε πάλι.

Θα μείνουμε εκεί στον τοίχο να θυμώνουμε, να θυμόμαστε, να παρατηρούμε εμάς και τον αυτόν τον κάποιο που ξέραμε.

Θα παρατηρούμε αυτό που άλλαξε, εμάς που αλλάξαμε, αυτόν τον κάποιο που ξέραμε και δεν τον ξέρουμε πια.

Ίσως γιατί αλλάξαμε εμείς, ίσως γιατί άλλαξε αυτός ο κάποιος που κάποτε ξέραμε.

Θα στεκόμαστε στον τοίχο και ίσως να υψώσουμε έναν ψηλότερο τοίχο με πόνο, νοσταλγία, θυμό, απορία, πληγές.

Και μέχρι η συγχώρεση και η ζωή που γνωρίζουμε κατεβάσει αυτόν τον τοίχο θα είμαστε ο ένας για τον άλλο “κάποιος που ξέραμε”.