Συνήθως στην αρχή της γνωριμίας σας “τα λέτε” συχνά.

Πάρα πολύ συχνά.

Όσο θα θέλατε και καμια φορά παραπάνω από όσο θα θέλατε.

Αλλά λέτε “δεν πειράζει”, γιατί είχατε πάρα πολύ καιρό να “τα πείτε” με κάποιον.

Τα λέτε όλα.

Το χθες σας, το σήμερα σας, το αύριο σας.

Λέτε πόσο ωραία περνάτε. Λέτε ο ένας στον άλλο πόσο χιούμορ έχει, πόσο τέλειο είναι που αυτό το ανηφόρι που λένε ζωή έφερε τον ένα στο σταυροδρόμι του άλλου, πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν είστε μαζί.

Λέτε τι θα κάνετε αύριο, τι θα κάνετε σε ενα μήνα, τι θα κάνετε στον επόμενο αιώνα.

Λέτε να κλείσετε εισητήρια για μια συναυλία, λέτε να κλείσετε τραπέζι για φαγητό, λέτε πού θα πάτε διακοπές φέτος, του χρόνου, σε δέκα χρόνια.

Λέτε να κατεβάσετε μια σειρά για να δείτε. Και τις οχτώ σεζόν των δώδεκα επεισοδίων.

Λέτε να κανονίσετε μια μέρα να κάνετε κοπάνα από τις δουλειές σας τον Ιούνιο για να πάτε στην θάλασσα, κι ας είναι τέλη Ιανουαρίου όταν το λέτε αυτό και φοράτε ακόμα μπουφάν.

Λέτε, λέτε, λέτε.

Κυριώς βασικά σας τα λένε.

Κυρίως βασικά συμφωνείτε με αυτά που σας λένε.

Και κάνετε σχέδια.

Ψάχνετε να κλείσετε εισητήρια, τραπέζι, ξενοδοχείο, νησί ολόκληρο ίσως, αγοράζετε πέντε τέρα σκληρό για να κατεβάσετε την σειρά, ψάχνετε ποια μέρα του Ιουνίου θα έχει ζέστη για να πάτε στην θάλασσα κι ας είναι τέλη Ιανουαρίου και φοράτε ακόμα μπουφάν όταν τηλεφωνείτε στην Ε.Μ.Υ για να ενημερωθείτε για τις θερμοκρασίες του Ιουνίου.

Εσείς.

Εκείνοι “λένε”.

Εσείς ακούτε. Και κάνετε σχέδια. Γιατί πιστεύετε όσα λέτε. Όσα λένε.

Όλα αυτά τα λέτε από κοντά.

Και πιστεύετε ότι αυτά που λέτε θα συνεχίσετε να τα λέτε. Από κοντά.

Μέχρι που το “από κοντά” γίνεται “δεν φαίνεται ούτε με τηλεσκόπιο της Ν.Α.Σ.Α”. Μέχρι που οι διάλογοι γίνονται μήνυμα “πού χάθηκες εσύ;” που το στέλνετε και μένει στην καλύτερη περίπτωση αναπάντητο.

Ναι, ναι, όπως το ακούτε. Στην καλύτερη περίπτωση μένει αναπάντητο. Στην χειρότερη- που σας την απεύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου- μένει αδιάβαστο.

Και έτσι μένετε να μην τα λέτε.

Κι εσείς τα λέτε σε φίλους και γνωστούς, στον περιπτερά, στον διαχειριστή, στο ταβάνι. Στην καλύτερη περίπτωση. Ναι, ναι, όπως το ακούτε. Στην καλύτερη. Στην χειρότερη- που σας την απεύχομαι και αυτή από τα βάθη της ψυχής μου και πάλι- τα λέτε στη Νικολούλη. Ή στον ψυχολόγο.

Κι έτσι μένετε να χαρίζετε τα εισητήρια που είχατε κλείσει στον περιπτερά- τι κι αν δεν ξέρει καν ποιοι είναι οι “Thievery corporation” και οι “Archive”, εσείς το κάρμα σας το ενεργοποιήσατε μια φορά, το κάνατε το καλό και το ρίξατε στον περιπτερα-, να πηγαίνετε για φαγητό σε εκείνο το εστιατόριο που χρειάζεται να κάνεις κράτηση πέντε μήνες πριν με τον διαχειριστή – τι κι αν μουρμουράει που δεν μπορεί να κάνει παπάρα στα πιάτα της μοριακής κουζίνας, εσείς του δείξατε έναν νέο κόσμο απαλλαγμένο απο κολοκυθάκια γεμιστά, να μαλώνετε με τον ξενοδόχο για να σας επιστρέψει την προκαταβολή που αρνείται να σας επιστρέψει και καλά κάνει ο άνθρωπος δηλαδή γιατί τι σας φταίει αυτός που εσείς κλείσατε ξενοδοχείο που δεν επιστρέφει την προκαταβολή; Αυτός σας φταίει; Αυτός ήταν σαφής και ειλικρινής απέναντι σας. Να μου πείτε τώρα και ο άλλος σαφής και ειλικρινής φαίνοταν, πού να ξέρατε εσείς ότι θα έπρεπε να ζητήσετε μέιλ επιβεβαίωσης;, να βλέπετε όλα τα επεισόδια “γκέιμ οφ θρόουνς” από την αρχή πότε κοιτάζοντας την οθόνη της τηλεόρασης, πότε το ταβάνι, πότε τα εφτά κουτιά πίτσας που φάγατε μόνοι σας και γιατί να μην τα φάτε δηλαδή σάμπως θα κάνετε κοπάνα από την δουλειά μια μέρα του Ιουνίου για να πάτε στην θάλασσα; Όχι δεν θα κάνετε, λέτε.

Και λέτε, λέτε, λέτε.

Τα “τι δγιάλο έπαθε;”

Τα “καλά μαλάκας είναι;”

Τα “καλά δεν με νοιάζει μωρέ, τα συζητάω τώρα για να έχουμε κάτι να λέμε, αφού δεν συμβαίνει και τίποτα άλλο”, κι ας τα λέτε αυτά στην φίλη σας που μόλις σπάσαν τα νερά.

Αυτά λέτε.

Στους άλλους.

Γιατί σε εσάς λέτε: “τι δγιάλο έκανα;”, καλά μαλάκας είμαι;”, “με νοιάζει και με καίει και με τσουρουφλάει σαν και εννοείται είναι το φλέγον θέμα ποιο φλέγον κι απο το οτι έφυγε ο Καρβέλας απο το σταρ ακάντεμι”.

Αν εκτός από τα να τα λέτε στους άλλους, στον εαυτό σας και στο ταβάνι στέλνετε και μηνύματα για να τα πείτε και σε αυτούς;

Ε βέβαια και στέλνετε.

Τι είστε;

Τίποτα τρέντι φατσούλες χαρούμενα κουλ τυπάκια;

Γράφει “Σουηδία” στο μέτωπο σας;

Για να δω.

Περήφανα σας λέω “οχι”. Δεν γράφει Σουηδία.

Και “κατα λάθος” μηνύματα στέλνετε που το μόνο λαθος είναι ότι περιμένετε απάντηση, και μεθυσμένα μηνύματα στέλνετε που κι αυτά μένουν αναπάντητα και πάλι καλά να λέτε γιατί θα μπορούσε να σας απαντήσει στέλνοντας σας το τηλέφωνο των “Ανωνύμων Αλκοολικών”, και “καλημέρες” στέλνετε και “καληνύχτες” στέλνετε και “καλό θερινό ηλιοστάσιο” στέλνετε και εννοείται απάντηση δεν παίρνετε, και “την παλεύεις;” στέλνετε και “πας καλά;” στέλνετε και εννοείται και δεν πάτε καλά και δεν την παλεύετε αν περιμένετε απάντηση. Ε στο τέλος βλέπετε και αποβλεπετε και στέλνετε το μήνυμα “στρατός σωτηρίας” : “είσαι καλά; ανησυχώ…”. “Προβλήθηκε”, Καλά είναι μην ανησυχείτε, εσείς τι μου κάνετε, τα νεάκια σας.

Καλά είναι.

Οι άνθρωποι “τα λέμε” είναι καλά.

Δεν είναι οι άνθρωποι που όντως κάτι τους έτυχε και δεν τα ξαναείπατε. Με αυτούς κάποια στιγμή θα τα ξαναπείτε χωρίς να σας πουν “τα λέμε”.

Οι άνθρωποι “τα λέμε” είναι καλά.

Αν είχαν πάθει τίποτα θα το είχατε μάθει.

Κάθε μέρα άλλωστε διαβάζετε τις “κηδείες” στην εφημερίδα.

Χαίρουν άκρας υγείας.

Θα το διαπιστώσετε.

Γιατί κάποια στιγμή θα τους πετύχετε κάπου. Δεν μπορεί. Τι δγιάτανο. Εδώ η Κάρι η Μπράτσο σκόνταφτε πάνω στον Μίστερ τον Μπιγκ τυχαία σε ολόκληρο Μανχάταν, εσείς δεν θα πετυχηθείτε στα τυριά στον Βασιλόπουλο ή δεν θα “στον κόμβο Κηφισίας απάνω του δεν θα τρακάρετε”; όλοι απο εκεί περνάνε.

Θα τους πετύχετε.

“Ωωωωω τι έγινες εσύ, πού χάθηκες;” , θα σας πουν μετά από την θερμότατη σφιχτότατη αγκαλιά που θα σας πάρουν και θα σας κάνουν να κοιτάξετε το κινητό σας για να βεβαιωθείτε πως και τα 1.483 μηνύματα τα στείλατε σε αυτούς και όχι κάπου αλλού. Σε αυτούς τα στείλατε. Δεν καταναλώσετε άδικα τα δωρεάν μηνύματα ή και τα μεγκαμπάιτς. Αυτοί χάθηκαν. Αλλά δεν θα σας το πουν. “Τα λέμε”, θα σας πουν και θα απομακρυνθούν κάνοντας με το χέρι “μιλάμε στο τηλέφωνο”. Κι εσείς θα ψάχνετε αν εννοούν στην καλύτερη περίπτωση “θα σε πάρω τηλέφωνο”, ή “πάρε με τηλέφωνο”. Ναι, ναι όπως το ακούτε. Στην καλύτερη περίπτωση θα αναρωτιέστε αν εννοούν “θα σε πάρω” ή “θα με πάρεις” με την κίνηση αυτή του τηλεφώνου. Στην χειρότερη – αυτή κι αν σας την απεύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου- θα αναρωτιέστε αν εννοούσαν “θα πεθάνεις πάνω από το τηλέφωνο περιμένοντας να σε πάρω”.

Δεν θα πάρουν.

Και μην πάρετε ούτε κι εσείς.

Δεν θα τα πείτε.

Ρωτήστε τον περιπτερά αν θέλει τελικά τα εισητήρια για την συναυλία των “Thievery Corporation -Archive”. Ε δεν θα τα θέλει 68 χρονών άνθρωπος. Πάρτε τα πίσω και αγοράστε από τον περιπτερά οχτώ πακέτα τσιγάρα, έτσι για να συνεχιστεί το καλό για το κάρμα σας μεν, το κακό για τα πνευμόνια σας δε. Όλο και κάποιος θα θέλει να έρθει μαζί σας. Να ο διαχειριστής π.χ γιατί όχι, αρκεί μετά να πάτε για βρώμικο. Φαγητό. Τώρα αν θέλετε και κάτι άλλο σε “βρώμικο”, γούστο σας καπέλο σας και καμποϊλίκο σας.

Κι αν πετύχετε εκεί κάποιον απο τους ανθρώπους “τα λέμε”, πείτε τους “τα πάμε”.