Να ζεις, να ξεσπάς και να θυμώνεις Savoir Ville

Πριν από κάποια χρόνια δούλευα μαζί με τον Άγγελο. Εξαιρετικό παιδί. Και πριν από κάποια χρόνια που δούλευα με τον Άγγελο είχαμε έναν προϊστάμενο εξαιρετικό – κατα προσωπική παραδοχή δική μου, του Άγγελου αλλά και όλων των συναδέλφων μας- μ@λάκα.

Όλοι έχουμε ή είχαμε έναν προϊστάμενο, φίλο, σύντροφο, συγγενή, γείτονα, άνθρωπο που μας εξυπηρέτησε, διπλανό στο σχολείο, συμμαθητή, συμφοιτητή, συνταξιδιώτη, άνθρωπο που χρειάστηκε να μας εξυπηρετήσει σε κάποιο μαγαζί ή σε κάποια υπηρεσία που υπάγεται στην κατηγορία “κλασικός μ@λάκας”. Στην κατηγορία αυτή που καλύπτει όλους εκείνους που νομίζουν πως κάνουν χιούμορ αλλά αυτό που κάνουν είναι να προσβάλουν, που νομίζουν πως κάνουν την δουλειά τους αλλά αυτό που κάνουν είναι να μειώνουν, που νομίζουν πως βρίσκονται σε θέση ισχύος αλλά αυτό που κάνουν είναι να δείχνουν με την συμπεριφορά τους πόσο μειονεκτικά νιώθουν, που νομίζουν πως τους ανήκουν δικαιωματικά ο χώρος μας, ο χρόνος μας, η θέση μας στο θρανίο, στο καράβι, στο αεροπλάνο, στο κτελ, στο τραπέζι, στον γκισέ της τράπεζας, που νομίζουν πως οι δικές μας ανάγκες, προτεραιότητες, επιθυμίες, πως τα δικά μας αισθήματα συναισθήματα και “θέλω”, είναι στην καλύτερη περίπτωση ανύπαρκτα και στην χειρότερη περίπτωση δεν υπάρχουν.

Μια μέρα από τις πολλές που δουλεύαμε με τον Άγγελο, ο συγκεκριμένος προϊστάμενος του έκανε παρατήρηση πως άργησε να έρθει στην δουλειά. Ο Άγγελος του απάντησε πως δεν άργησε να έρθει στην δουλειά και πως αν ήθελε θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει κοιτάζοντας τις καταστάσεις που υπογράφαμε την ώρα που ερχόμασταν στην δουλειά. Ο προϊστάμενος του απάντησε πως είναι θρασύς, πως δεν τον σέβεται και έφυγε.

Και ο Άγγελος έμεινε να χτυπάει νευρικά τα δάχτυλα του στον πάγκο, να κοιτάει το κενό και να σφίγγει τα χείλια του.

 – είσαι καλά; Τον ρώτησα.

– εγώ καλά είμαι, άλλος δεν είναι, μου απάντησε.

– τραγικός.

– μα πάει καλά; Κάτω είναι οι καταστάσεις, αν θέλει να πάει να τις δει. Και με κατηγορεί άδικα, και με αμφισβητεί και με προσβάλλει κι απο πάνω. Είναι τελείως παράλογο όλο αυτό. Και περιμένει δηλαδή εγώ να βγάλω την δουλειά σήμερα έτσι όπως με έκανε;

– θύμωσες Ε;

– όχι βέβαια! Δεν μου επιτρέπω να με θυμώσει ο μ@λακας! Είπε χτυπώντας ακόμα πιο νευρικά τα δάχτυλα του, σφίγγοντας ακόμα πιο δυνατά τα χείλια του ενώ στάλες ιδρώτα άρχισαν να φαίνονται στο μέτωπο του κι ας ήταν χειμώνας.

“Δεν μου επιτρέπω να με θυμώσει ο μ@λάκας”. Μεγαλώσαμε αρνούμενοι τον θυμό μας, πνίγοντας τον θυμό μας, παραβλέποντας μας. Τον θυμό εκείνο που μας προκαλούν άνθρωποι μ@λάκες αλλά και άνθρωποι μη μ@λάκες. Σαν να είναι κακό, παράλογο, παράνομο, να θυμώνουμε. Να θυμώνουμε όταν μας αδικούν, όταν μας προσβάλλουν, όταν μας απειλούν. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θυμώνουμε με γενικά πράγματα, με την κίνηση, με τον καιρό, με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να παραδεχόμαστε τον θυμό που νιώθουμε για συγκεκριμένους ανθρώπους.

Παραβλέπουμε τον θυμό που νιώθουμε και που βιώνει το σώμα μας. Το σώμα αυτό που κοκκινίζει, ιδρώνει, ανεβάζει πίεση, τρέμει. Παραβλέπουμε την αδρεναλίνη, την πνίγουμε, την καταπίνουμε, μέχρι να μας πνίξει.

Και κοπανάμε τα δάχτυλα μας νευρικά στον πάγκο, κοπανάμε πόρτες, καπνίζουμε το ενα τσιγάρο μετά το άλλο, τρέχουμε με 140 χιλιόμετρα, σιωπούμε, κι όλα αυτά γιατί δεν μας επιτρέπουμε να θυμώσουμε.

Γιατί δεν μας επιτρέπουμε να ακούσουμε και να δούμε τον θυμό μας. Λες και δεν έχουμε δικαίωμα να θυμώσουμε, λες και δεν είναι στην φύση του ανθρώπου, του ανθρώπου που αγαπά, χαίρεται, συγκινείται, αγωνία, προσδοκεί, να θυμώνει.

Δεν ρωτάει ο θυμός αν και πότε θα έρθει. Έρχεται. Όπως έρχονται και όλα τα άλλα που νιώθει ένας άνθρωπος.

Και είναι οκ να θυμώνει ένας άνθρωπος.

Και να ακούει τον θυμό του. Αντί να τον πνίγει και να τον κρύβει.

Και είναι οκ να λέει στον εαυτό του “θύμωσα”.

Και είναι οκ να λέει και στον άλλο “αυτό που έκανες με θύμωσε”. Κι ας μην καταλάβει ο άλλος.

Είναι οκ να γεμίσουμε με ανθρώπους που εκφράζουν τον θυμό τους σε αυτούς που τον προκάλεσαν.

Είναι πιο οκ από το να γεμίσουμε με θυμωμένους ανθρώπους που θυμώνουν με ανθρώπους παρά με θυμωμένους ανθρώπους που θυμώνουν με κάδρα που μπορεί να είναι κάποια χιλιοστά στραβά κρεμασμένα στον τοίχο.