kafeneio

Σε όλα τα παιδιά αρέσει το παγωτό, όπως και σε μένα κάποτε. Τώρα να σας πω την αλήθεια επειδή οι σχέσεις μου με τη ζυγαριά έχουνε γίνει στενότερες, βολεύομαι με αυτά των χαμηλών λιπαρών. Που στην τελική δεν είναι ότι τρώω και παγωτό, παρά μια πιστή απομίμηση μιας λευκής άνοστης χιονόμπαλας. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως τότε να μη μου άρεσε τόσο το παγωτό βανίλιας τελικά όσο η χαρά που ένιωθα όταν αγόραζα παγωτό για τον παππού.

Στο χωριό μας υπήρχαν μόνο δύο καφενεία. Το ένα που πωλούσε παγωτό και το άλλο που δεν πωλούσε, έτσι τα ξεχώριζα εγώ τουλάχιστον. Αυστηρά ανδροκρατούμενα και τα δύο, καμιά γυναίκα δεν πατούσε το πόδι της εκτός από τις κυρίες των ιδιοκτητών, οι οποίες επιμελούνταν τους καφέδες των πελατών τους. Ποτέ δεν είχα καταλάβει γιατί οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους και να κουτσομπολέψουν με την ησυχία τους. Ο παππούς πάντα μου έλεγε ότι δεν είναι καλό να είναι συνέχεια με τη γιαγιά γιατί στο τέλος θα βαριόντουσαν ο ένας τον άλλο. Έτσι ο παππούς έπρεπε να πηγαίνει στο καφενείο και η γιαγιά να προσκαλεί τις φίλες της στο σπίτι. Και όλο απορία το συνέχιζα εγώ, «Καλά γιατί να μην πηγαίνει η γιαγιά στο καφενείο και να έρχονται εσένα οι φίλοι σου στο σπίτι;», «Ααα επειδή είμαστε λίγο τσαπατσούληδες εμείς και όταν έρθει σπίτι η γιαγιά και το βρει λερωμένο, θα θυμώσει». «Εγώ κάποτε θα δημιουργήσω ένα καφενείο όπου θα πηγαίνουν μόνο γυναίκες», του απαντούσα αποφασιστικά. Τελικά δεν χρειάστηκε ποτέ να το κάνω. Η γιαγιά τον άκουγε και έσκαγε ένα αμήχανο χαμόγελο.

Μπορεί και να έκανα επίτηδες την συγκεκριμένη κουβέντα με τον παππού γιατί πάντα προτού προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα άλλο, μου έλεγε, «Άντε πάρε μερικά ψιλά να πάρεις παγωτό» και έτσι στα κρυφά μου έλεγε, «πάρε και σε μένα ένα παγωτό σοκολάτας» και μου ‘δινε λίγα ψιλά παραπάνω κλείνοντάς μου το μάτι συνωμοτικά. Η γιαγιά έλεγε ότι δεν έκανε να τρώει παγωτό γιατί θα “ψήλωνε” το ζάχαρό του.

Έπαιρνα και γω το μονοπατάκι για την κεντρική πλατεία του χωριού όπου βρισκόταν και το καφενείο που πουλούσε παγωτό. Χαιρετούσα τους συγχωριανούς στο δρόμο και με απόλυτη εχεμύθεια τους έλεγα ότι το ένα από τα δύο παγωτά που θα πάρω προοριζόταν για τον παππού, αλλά δεν πρέπει να το μάθει η γιαγιά. Φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που ο παππούς προδιδόταν από μόνος του με μερικές καφέ κηλίδες πάνω στο παντελόνι του, αν δεν προλάβαινε καμιά καλόβουλη γειτόνισσα να τα ξεφουρνίσει όλα στη γιαγιά.

Με το που έμπαινα στο καφενείο χαιρετούσα ντροπαλά τους κυρίους που έπαιζαν τάβλι και κατευθυνόμουν αμέσως στην Κυρία Μαρία, την “καφετζίνα” όπως την ξέραμε όλοι οι χωριανοί, και της ζητούσα πρώτα ένα παγωτό σοκολάτας για τον παππού και ένα παγωτό βανίλιας για μένα.  Η κ. Μαρία τόσο γλυκιά όσο και τα παγωτά που πουλούσε χαμογελώντας, μου έλεγε πόσο κάνουν και με καθησύχαζε πως δεν θα το μάθει ποτέ η γιαγιά.

Με τον παππού συναντιόμασταν για να παραλάβει το παγωτό του κάτω από το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού, ο οποίος βλέποντάς με να τον πλησιάζω έκανε σαν ανυπόμονο παιδάκι. Έλεγε στη γιαγιά ότι και καλά θα πήγαινε καμιά βόλτα στο περιβόλι. Του έδινα το παγωτό και λέγαμε ιστορίες, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Και πάντα λέγαμε τις γιαγιάς ότι συναντηθήκαμε στο δρόμο και γυρίσαμε σπίτι παρέα.

Περάσανε τα χρόνια. Μεγάλωσα εγώ, μεγάλωσε και ο παππούς.  Στην πλατεία του χωριού πουλάνε σήμερα παγωτό και μερικά ψιλικατζίδικα. Εγώ όμως συνεχίζω να αγοράζω παγωτό από το ίδιο καφενείο. Δύο παγωτά συγκεκριμένα. Ένα παγωτό βανίλιας 0% και ένα παγωτό σοκολάτας για έναν άγγελο που είμαι σίγουρη πως με βλέπει από ψηλά και χαμογελά.

Αυτό τον μήνα στο Savoir Ville μιλάμε για καθιερωμένες συναντήσεις με φίλους και για τα στέκια όπου περνάμε τις ώρες μας (#talking_about_hangouts). Μπες κι εσύ στην Savoir Ville, συνοδεύοντας τις φωτογραφίες σου από τέτοιες στιγμές με τα hashtags #savoirvillegr και #talking_about_hangouts