Θυμάμαι μια εποχή πρέπει να ήμουν περίπου 8 με 10 χρονών που ήθελα πέρα από κάθε τι άλλο να μεγαλώσω. Να μεγαλώσω και να κάνω όλα όσα έβλεπα με παιδικό, άκακο φθόνο τους άλλους να κάνουν και αρνούνταν κατηγορηματικά να μου επιτρέψουν να κάνω, πέφτοντας επάνω στον απροσπέλαστο τοίχο της δικαιολογίας: «είσαι μικρός ακόμα». Παρόλα αυτά εγώ επέμενα και με περίσσιο θράσος, όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, δήλωνα ορθά-κοφτά: «μεγάλος». Χαμογελούσαν όλοι τότε ξέροντας πως είναι από εκείνες τις προσδοκίες ή καλύτερα τις επιθυμίες που θα ήταν προτιμότερο να μένουν απραγματοποίητες. Γιατί ήξεραν πως θα έρθει μια μέρα που θα έλεγα: «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Αλλά το δικαιολογούσαν, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας και της αγνωμοσύνης που ελλοχεύει στη παιδική αφέλεια. Πόσο μα πόσο ευτυχείς ήμασταν τότε και δεν το γνωρίζαμε. Πόσο, μα πόσο ευτυχείς στον παράδεισο της παιδικής μας αθωότητας. Γιατί εκεί έγκειται η ευτυχία της παιδικότητας. Ό,τι δεν ψάχναμε να βρούμε κάτι να μας κάνει ευτυχισμένους. Γιατί απλούστατα ήμασταν ευτυχισμένος… Τώρα πια ακόμα και τον κόσμο ολόκληρο να μας χάριζαν, αμφιβάλλω αν θα ήμασταν πραγματικά, ουσιαστικά ευτυχισμένοι.

Και τα χρόνια περνούσαν, προσπερνώντας ταυτόχρονα την παιδικότητά μας μαζί με τις τάξεις του σχολείου. Μέρα με την ημέρα μεγαλώναμε. Μέρα με την ημέρα, αλλάζαμε. Μέρα με την ημέρα ωριμάζαμε. Και περάσαμε σε μια άλλη φάση της ζωή μας, άχαρη μεν, αλλά από πολλές απόψεις σημαντική: την εφηβεία. Και να τα ρομαντικά ραντεβουδάκια, και δωσ’ του κρυφές εξόδους τα βράδια, και να τα μικροψέματα στους γονείς μας. Η εποχή που μετατρεπόμασταν από παιδιά σε ενήλικες, είχε για πολλούς, εντάσεις, νεύρα, έρωτες, πειραματισμούς ή την ασφυκτική παρέα της ακμής. Και παρόλο που είχαμε μεγαλώσει αρκετά, κανείς μας δεν θυμάται αυτήν την περίοδο της ζωής του σαν ιδιαίτερα καλή. Γιατί; Μήπως έφταιγε το σχολείο, τα μαθήματα, τα φροντιστήρια, οι ερωτικές απογοητεύσεις, το φορτωμένο πρόγραμμα; Τίποτα από όλα και όλα αυτά μαζί. Γιατί πολύ απλά θέλαμε να μεγαλώσουμε κι άλλο. Δεν μας έφτανε, ζητούσαμε άπληστα περισσότερη ελευθερία. Κι έτσι παιδιά όπως ήμασταν –γιατί όσο κι αν το παίζαμε μαγκάκια που έβγαιναν, κάπνιζαν κι έπιναν, παραμέναμε παιδιά- γιγαντώναμε τα προβλήματα και δεν βλέπαμε πέρα από το βουνό που δημιουργούσαν μπροστά μας. Και θέλαμε να μεγαλώσουμε κι άλλο… Και ο χρόνος κυλούσε ακάθεκτος, ο διαολεμένος.

Ώσπου ενηλικιωθήκαμε. Άλλοι περάσαμε στο πανεπιστήμιο κι άλλοι πιάσαμε δουλειές ή κάναμε και τα δύο μαζί. Σε άλλες πόλεις από εκείνες που μεγαλώσαμε, αρχίσαμε να ανοίγουμε τα φτερά μας και να φεύγουμε από την προστατευτική ομπρέλα των γονιών μας. Τελικά, ήρθε –γρηγορότερα από όσο θα έπρεπε, αλλά πολύ πιο αργά από όσο το επιθυμούσαμε-η ενηλικίωση και η ωριμότητα. Και τι το θέλαμε τελικά; Τι καταλάβαμε;

Πέσαμε με τα μούτρα, προσπαθώντας να κάνουμε ότι μας απαγόρευαν χρόνια ολόκληρα. Γιατί όπως λέει κι ένα γνωστό τραγούδι, «λατρεμένο το απαγορευμένο». Και ακριβώς εκείνη η απαγόρευση μας έκανε να θέλουμε την ενηλικίωση. Αλλά και πάλι δεν ήμασταν ευτυχισμένοι. Ξενυχτούσαμε, τραγουδούσαμε, χορεύαμε. Προσπαθώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, (γιατί έχουν περάσει και χρόνια) τις ημέρες ή μάλλον τις νύχτες που έβγαινα, έπινα, γυρνούσα σπίτι τα χαράματα χωρίς να θυμάμαι σε ποια τσέπη έχω βάλει τα κλειδιά μου ή αν διαθέτει καν τσέπη το ξεβαμμένο τζιν παντελόνι μου. Πήγαινα σε καφετέριες, σε μπαρ, σε κλαμπ, σε μουσικές σκηνές, σε τριτοδεύτερα μπουζούκια. Και το πρωί κατέβαινα στη σχολή ξανά, όχι φυσικά για να παρακολουθήσω μαθήματα, αλλά για να πιω τον καθιερωμένο φρέντο μου στο κυλικείο της σχολής. Και μετά το απόγευμα πήγαινα κατευθείαν στη δουλειά. Με δύο ώρες ύπνο το πολύ. Η ζωή αυτή συνεχίστηκε για 3 με 4 χρόνια. Είχαμε στο επιθυμητό σημείο, στο σημείο που πλέον συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε πάρει –έστω και εν μέρει- τη ζωή στα χέρια μας. Ότι μας ήταν απαγορευμένο, έπαψε να είναι. Ότι θέλαμε να κάνουμε, το κάναμε. Ότι θέλαμε να δοκιμάσουμε, το δοκιμάσαμε. Και πάνω από όλα, τις αντοχές μας. Οι οποίες σταδιακά άρχισαν να μας εγκαταλείπουν. Μια κούραση, μια τεμπελιά, μια βαρεμάρα άρχισε να καταλαμβάνει κάθε κύτταρο του κορμιού μας. Κι εκεί που χάζευα στον υπολογιστή μια μέρα πτώμα από τη δουλειά, αναρωτήθηκα: Μήπως τελικά βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε; Μήπως γέρασα και δεν το κατάλαβα; Γέρασα από τα 25 μου;

Αντοχές τέλος! Εξανεμίστηκαν μυστηριωδώς, με εγκατέλειψαν. Κι έδωσαν την θέση τους στην κούραση, την κούραση του κορεσμού. Δεν πίνω πια. Όχι ότι υπήρξα και ο καλύτερος πότης, αλλά πλέον με μια μπύρα είμαι off. Να πάω σε μαγαζί με μουσική στη διαπασών το αποφεύγω. Ειδικά δε, σε εκείνα που δεν διαθέτουν σκαμπό και την βγάζεις όλο το βράδυ στο όρθιο με το ποτό στο χέρι κι αρχίζεις να σκέφτεσαι με αδημονία στο βλέμμα, πότε θα γυρίσεις σπίτι να κοιμηθείς στο ζεστό σου κρεβάτι. Εξάλλου είναι η μόνη χρήση του πλέον. Γέρασα… Από τα 25 μου…

Βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε, τελικά. Φορτωθήκαμε ξαφνικά ευθύνες. Βασικά όχι πολλές, μονάχα μία. Εκείνη του εαυτού μας. Εκείνη που έπρεπε να πιάσουμε το παιδάκι μέσα μας από το χέρι και να το περάσουμε από την απέναντι όχθη της ενηλικίωσης. Εκείνης που επιθυμούσαμε εξ απαλών ονύχων. Και γιατί τελικά δεν μας αρέσει; Γιατί δεν είμαστε ευτυχισμένοι τελικά, όπως πιστεύαμε πως θα ήμασταν στο μέλλον που ανοιγόταν διάπλατα μπροστά μας.

Τα φοιτητικά μας χρόνια ήταν κατά την άποψη μου τα καλύτερα. Και μου το έλεγαν όλοι, κι εγώ δεν τους άκουγα. Κι άργησα να πάρω πτυχίο. Παράταση στα νιάτα ήταν αυτό, όπως μας είχε πει εύστοχα ένας καθηγητής. Αλλά και πάλι δεν τον ακούσαμε. Βιαζόμασταν να τελειώσουμε, σπρώχναμε το χρόνο να μεγαλώσουμε και αυτή η βιασύνη ήταν που άρχισε να μας κουράζει νωρίς.

Αλλά γιατί; Γιατί τέτοια κόπωση; Γιατί τέτοια άρνηση; Γιατί τέτοια νοσταλγία συχνά πυκνά για το παρελθόν και τα χαμένα χρόνια της νεότητάς μας. Γιατί βιολογικά δεν έχουμε μεγαλώσει τόσο… Είναι απλώς, γιατί μας είχαν πείσει εκ των προτέρων πως αυτό θα συνέβαινε; Γιατί μας είχαν προειδοποιήσει και το περιμέναμε; Γιατί η ιδέα της κούρασης είναι πιο έντονη από την ίδια την σωματική κόπωση τελικά.

Ίσως δεν έπρεπε ποτέ να ευχηθούμε να μεγαλώσουμε. Έπρεπε να ευχηθούμε να μείνουμε για πάντα νέοι, εκεί κοντά στα 18, στο μεταίχμιο. Με το ένα πόδι στην εφηβεία και το ένα στην ενηλικίωση. Με όσα κι αν συνεπάγεται αυτό. Με τα καλά του και τα κακά του. Με τις ανασφάλειες και την αγνωμοσύνη μας. Αλλά κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό ακούω κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου, μια φωνή να μουρμουρίζει κουρασμένα, σχεδόν άτονα «στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα».