Αυτό το γάβγισμα στις 7 το πρωί πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, μια βρωμομουσούδα χωμένη στη μούρη σου, η βόλτα που τον βγάζεις με τις παντόφλες και τις τσίμπλες στα μάτια για να μη σου κατουρήσει πάλι όλο το σπίτι, το παπούτσι που ψάχνεις να βάλεις πριν πας για δουλειά- άργησες πάλι- που είναι το παπούτσι;

Το σήκωμα των αυτιών κάθε φορά που ακούει ήχο κλειδιών, συνοδευόμενο απο το βλέμμα εγκατάλειψης που σου ρίχνει κάθε μέρα όταν ανοίγεις την πόρτα για να φύγεις για δουλειά. Οι ατέλειωτες ώρες στη δουλειά -του έβαλα  αρκετό νερό; Έκλεισα την πόρτα της τουαλέτας μην φάει πάλι το χαρτί; Που είναι τελικά το άλλο το παπούτσι; – ατέλειωτες ώρες.

Και ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις μέσα, και τρέχει, πηδάει πάνω σου, σε γεμίζει σάλια, σε γεμίζει τρίχες, σε γεμίζει πούπουλα- που τα βρήκε τα πούπουλα;- και του βάζεις φαγητό και τρέχεις στο σαλόνι να δεις που τα βρήκε τα πούπουλα και έχει φάει ένα μαξιλάρι – α, εκεί τα βρήκε τα πούπουλα- και βάζεις σκούπα αλλά στέκεται στην πόρτα και σου γαβγίζει, «τέλειωνε μαλάκα με τη σκούπα πρέπει να βγω βόλτα» , και βγαίνετε βόλτα και σου τραβάει το λουρί γιατί είδε μια γάτα, και σου τραβάει το λουρί γιατί είδε μια θηλυκιά, και σου τραβάει το λουρί γιατί είδε ένα τύπο να τρώει σουβλάκι. Και να του πετάς την μπάλα στο πάρκο και να σου τη φέρνει πίσω, και να του την πετάς ξανά και να σου φέρνει πίσω τη μπάλα, μια πέτρα και ένα πεθαμένο περιστέρι.

Και πάλι στο σπίτι, παραγγέλνεις μια πίτσα, γαβγίζει στο ντιλιβερά, γαβγίζει στο κουτί, κάθεται και σε κοιτάει να τρως την πίτσα, μετράει τις μπουκιές ΜΙΑ- MIΑ, του τρέχουν τα σάλια, πέφτουν πάνω στο χαλί, τον μαλώνεις, φεύγει, πάει σπίτι του, ξαναέρχεται μετά απο 2 λεπτά, σου φέρνει δαγκωμένο, ξεσκισμένο ένα παπούτσι- να το και το άλλο παπούτσι.

Κουρασμένος απο τη σκατένια μέρα στη δουλειά, κουρασμένη απο τον μαλάκα που δεν πήρε πάλι τηλέφωνο, πέφτεις στον καναπέ κι ανεβαίνει κι αυτός, και του λες «κάτω» και κατεβαίνει για να ξανανέβει μετά απο δύο λεπτά, και ξαπλώνει πάνω σου λες και δεν υπάρχει άλλος χώρος στον τριθέσιο, λες και δεν καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια κουτάβι και ότι ζυγίζει πια 18 κιλά. Και πάνω που πας να νιώσεις μόνος, έρχεται και σου γλείφει τα χέρια και σε κοιτάει με τις ματάρες τις στρογγυλές και σου χώνει τη μουσούδα του στη μούρη σου πάλι, και ακουμπάει το κεφάλι του πάνω στα πόδια σου και κοιμάται εκεί και πάλι δεν είσαι μόνος.

Και αναρωτιέσαι για άλλη μια φορά ποιος τελικά έσωσε ποιον.