Η γνωριμία μαζί του έγινε χρόνια πριν. Ήμουν 19, τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά τότε και θα με χαρακτήριζα ως το λιγότερο “χαμένη” την περίοδο εκείνη. Χωρίς ούτε εγώ η ίδια να ξέρω τι ακριβώς χρειαζόμουν ή τι θα μπορούσε να με κάνει καλύτερα ένα βράδυ τον συνάντησα. Αρχικά δε κατάλαβα τι ακριβώς είχα απέναντί μου και φυσικά δεν γνώριζα για τις «μαγικές» του ιδιότητες.

Πέρασε αρκετός καιρός για να συνειδητοποιήσω πως βρέθηκε στο διάβα μου ένα τέτοιο πλάσμα. Δύσπιστη στην αρχή, δεν του έδωσα την πρέπουσα σημασία. Αλλά αυτό επέμεινε. Εμφανιζόταν όταν αυτό ήθελε αλλά πάντα κατάφερνε να με αναστατώνει. Είχε έναν τρόπο να παραβιάζει κάθε κλειδαριά και κάθε διπλοασφαλισμένο μου μπαούλο και  να ανακατεύει ό,τι είχα καλά τακτοποιήσει. Ή μάλλον ότι πίστευα πως είναι τακτοποιημένο μέσα μου. Άλλες φορές πάλι τον περίμενα και δεν εμφανιζόταν ποτέ.

Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως έκανε την εμφάνιση του μόνο όταν το ίδιο επιθυμούσε. Προσπάθησα δύο, τρεις φορές να το διώξω αλλά δε τα κατάφερα. Ίσως τελικά και μη το θέλησα ποτέ μου βέβαια.

Πίσω στην ιστορία μας λοιπόν. Ενώ ερχόταν και έφευγε όταν αυτό ήθελε, κάποια στιγμή υπήρξε μια μεγάλη παύση στις συναντήσεις μας. Ποτέ δεν έμαθα που είχε πάει, που γυρνούσε. Ήξερα μόνο πως με το “φευγιό” του μου είχε πάρει μαζί και την μισή μου αναπνοή.

Χρόνο με τον χρόνο συμβιβάστηκα πως δεν είναι μόνο δικό μου αλλά ήξερα πως κι αυτό απολαμβάνει την παρέα μου όσο εγώ την δική του. Όταν επέλεγε να έρθει κοντά μου έκλεβα κι εγώ λίγη από την δύναμη του. Μετρούσαμε παρέα τις ρωγμές στο ταβάνι, αμίλητοι. Ήταν απολαυστικές οι στιγμές μας ακόμη κι όταν δεν βγάζαμε μιλιά. Όταν έφευγε, η γη έχανε μερικές από τις στροφές της.

Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνα. Αυτός, ως μυθικό πλάσμα, παρέμενε νέος, φρέσκος, ζωντανός. Ή τουλάχιστον στα δικά μου μάτια φάνταζε το ομορφότερο πλάσμα του πλανήτη.

Παρόλα αυτά υπήρξαν φορές που του θύμωσα. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί επέλεγε να φύγει από δίπλα μου ενώ περνούσαμε τόσο όμορφα μαζί. Αυτό ειλικρινά ποτέ μου δε το κατάλαβα.

Στα μεγάλα μου ζόρια, με κάποιον μαγικό τρόπο εμφανιζόταν και έπαιρνε λίγο από τον πόνο. Προσπάθησα πολλές φορές να τον κρατήσω. Πάντα έφευγε. Ερχόταν με αυτή την επιβλητική και συνάμα απρόσιτη φιγούρα του, με ένα βήμα ελαφρύ που ταυτόχρονα έκανε το χώμα να τρίζει κι όλα γύρω να εξαφανίζονται. Ένιωθα τυχερή που τον είχα παρέα μου. Έστω και για αυτές τις λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα στιγμές. Τυχερή που μπορούσα να ζω μαζί του στιγμές που κανείς δεν φανταζόταν. Κάναμε μαζί τα πιο ωραία ταξίδια, είδαμε αστέρια να πέφτουν και ήταν εκεί να μου εξηγεί τους αστερισμούς και την ιστορία τους. Έκρυβε μια παιδική ανεμελιά και ταυτόχρονα μπορούσα να βασιστώ επάνω του χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι πρέπει να είναι μια ζωή βγαλμένη από παραμύθι, μονολογούσα.

Μια μέρα συνειδητοποίησα πως είναι μαζί μου καιρό. Είχαν περάσει μήνες και δεν είχε φύγει. Τρόμαξα λιγάκι. Άραγε θα έμενε μαζί μου για πάντα; Συμβιβάζεται ένα τέτοιο πλάσμα; Στην ιδέα πως θα ξαναφύγει τα έχανα. Προσπαθούσα να τον διασκεδάζω, να του κάνω τα χατίρια. Αχόρταγο, γνωρίζοντας πολύ καλά τις αντοχές και τις δυνάμεις του, μου έτρωγε όλο μου το είναι. Κι εγώ το δεχόμουν. Αντάλλαζα όλη μου την προηγούμενη ζωή για λίγες ακόμη στιγμές μαζί του. Τα πάντα φαινόντουσαν δυνατά, εφικτά δίπλα του.

Ο καιρός πέρασε και ο μονόκερως δίπλα μου γινόταν όλο και πιο ήσυχος. Αμίλητος και σκεπτικός. Δεν ήθελα να αντικρίσω αυτό που με μαθηματική ακρίβεια πλησίαζε.

Και κάπως έτσι, έφυγε. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Ίσως όμως να ήταν η τελευταία. Ποιος ξέρει; Ούτως ή άλλως πάντα απρόβλεπτος ήταν. Γιατί να αλλάξει τώρα;

Eις το επανιδείν.

Μονόκερως: είναι μυθικό ον, συνήθως άγριο ζώο, αδύνατο να πιαστεί. Ο μονόκερως εικάζεται πως ενσάρκωνε την προσωποποίηση της φαντασίας, της αγνότητας και της ελευθερίας. Θεωρούνταν ότι αντιπροσωπεύει τον τέλειο, εξιδανικευμένο και αγνό έρωτα. Έχει επικρατήσει να λέγεται πως ό, τι παλεύουμε να αποκτήσουμε ή να επιτύχουμε και δεν τα καταφέρνουμε εν τέλει, «είναι ο μονόκερως μας».