ok

Τον Μάρτιο του 1839, καταγράφηκε για πρώτη φορά η λέξη ok. Όλοι κατά καιρούς την έχουμε χρησιμοποιήσει. Δύο γράμματα που σημαίνουν απλά «εντάξει». Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή τη χρησιμοποιούσα για να δείξω την αποδοχή μου σε κάτι που μου είχαν πει ή να επιβεβαιώσω αντίστοιχα κάτι που είχε κανονιστεί. Πάντα μου άρεσαν οι μεγάλες, εύηχες λέξεις που έχουν νόημα και  κοσμούν την πρότασή μου. Κοινώς, ποτέ δεν ήμουν φαν της συντομογραφίας.

Σήμερα στο 2016. Στην εποχή της τεχνολογίας, της λίγο προχειρότητας αλλά ειδικά στην εποχή που τα πάντα είναι εύκολα και κάπως απρόσωπα στις σχέσεις, το ok ζει και δεσπόζει μέσα στην κάθε μας ημέρα. Έχει αποκτήσει πια τόση δύναμη που μπορεί και να είναι η απάντηση στο «θέλω να χωρίσουμε» ή στο «νιώθω μόνος, θέλω να σε δω». Έχει γίνει μια πολυμορφική απάντηση που προσαρμόζεται σε κάθε συναίσθημα, σε κάθε κατάσταση, πράγμα που από μόνο του είναι ένα μεγάλο λάθος. Δεν αντιδρούμε σε όλα με τον ίδιο τρόπο. Γιατί να απαντάμε λοιπόν σε όλα με αυτή την αναθεματισμένη «λέξη»;

Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς άρχισε να μας «πιέζει» το να επικοινωνούμε με τον άλλο. Ουσιαστικά κι όχι βιαστικά. Πότε τα ατελείωτα τηλεφωνήματα, έγιναν γρήγορα μηνύματα γραμμένα στην μέση του δρόμου. Πότε η βιασύνη επισκίασε το συναίσθημα. Γιατί πια οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν. Κι αν δε με πιστεύεις ή με βρίσκεις υπερβολική, θα σου ζητήσω όχι το κλασικό, το να πας σε ένα μπαρ να δεις πως δεν φλερτάρουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, αλλά θα σου πω να παρατηρήσεις ένα βαγόνι του μετρό Τρίτη πρωί. Κατάμεστο κι όλοι είναι με τα ακουστικά, κακόκεφοι, αμίλητοι, σχεδόν δεν ανταλλάσσουν βλέμμα. Αν πάλι δεν παίρνεις το μετρό, μπορείς απλά να προσέξεις στον δρόμο, στο σινεμά, στις πλατείες. Κι αν πάλι έχεις αμφιβολίες, ψάξε το κινητό σου. Πόσες φορές ήθελες να μιλήσεις σε κάποιον, να ακούσεις τη φωνή του, να συζητήσετε, να μοιραστείς μαζί του κάτι και παρουσιάστηκε «κάτι έκτακτο» και δεν τον πήρες ποτέ. Είτε δεν τον πήρες τελικά, είτε έστειλες ένα μήνυμα δύο σειρών με πέντε συμπυκνωμένα νέα σου ή ερωτήσεις και συνέχισες για τη δουλειά σου. Μα πώς να χωρέσει η αγάπη, το ενδιαφέρον, η γκρίνια και η ζωή μας σε ένα μήνυμα; Και αν η εποχή προστάζει γρήγορους ρυθμούς, εμείς γιατί θυσιάζoυμε στον βωμό της την ανθρώπινη επαφή κι όχι κάτι άλλο;

Πόσες φορές έχω πιάσει κι εγώ τον εαυτό μου να θέλει να μιλήσει με κάποιον και εν μέσω της ημέρας να το ξεχνώ τελικά. Κι η ζωή προχωρά. Και χάνουμε στιγμές και ανθρώπους.  Και τα δύο χρειάζονται χρόνο για να υπάρξουν και να μπουν στη ζωή μας. Και τελικά είναι αυτά τα δύο που θα παραμείνουν συντροφιά μας ως το τέλος. Οι άνθρωποι και οι στιγμές μαζί τους.

Ναι, ένα «o.k.» δεν θα φέρει την καταστροφή αλλά είναι οιωνός μιας εποχής που ρουφά τις προσωπικές σχέσεις και μας θέλει υπηρέτες της τεχνολογίας και της επαφής μέσω μηνυμάτων και οθόνης. Πριν σκεφτείς οτιδήποτε άλλο, σκέψου πόσο όμορφα ένιωθες όταν μάζευες τους φίλους σου να τους πεις τα νέα σου και κανείς δεν έχανε λέξη από το στόμα σου. Τώρα, τα μισά τα έχουμε πει γράφοντάς τα και στα άλλα μισά κάποια ειδοποίηση θα μπει στην μέση και θα κλέψει πάλι την παράσταση. Θα την αφήσεις;

«Όλη η περιβόητη τεχνολογική μας πρόοδος -ο ίδιος ο πολιτισμός μας- είναι σαν ένα τσεκούρι στα χέρια ενός ψυχοπαθούς.»

Αλβέρτος Αϊνστάιν