Σήμερα κλείνουν 54 χρόνια από τον θάνατο της αγαπημένης Γαλλίδας με την υπέροχη φωνή, της Εντίθ Πιαφ. Και εμείς την τιμούμε με ένα αφιέρωμα για την ζωή της.

Η ζωή της μια σειρά από θαύματα. Από τη μιζέρια, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, και το θάνατο στους δρόμου του Παρισιού περνάει ξαφνικά στον  έρωτα, το πάθος, τη δόξα, το ανθρώπινο μεγαλείο και τέλος τη συμπόνια, τη συγχώρεση και την εξιλέωση.

«Εσύ μικρή θα ανήκεις για πάντα στην αργκό. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ» με αυτή τη φράση του Λουι Λεπλέ, του ανθρώπου που ανακάλυψε το ταλέντο της σε ένα δρομάκι της Μονμάρτης, ξεκινάει η καριέρα της πιο διάσημης τραγουδίστριας του γαλλικού πενταγράμμου. Εκείνη τη μέρα η Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, τραγουδώντας το «Comme un moineau» (Σαν ένα σπουργίτη) μετονομάζεται σε Εντίθ Πιαφ. Ο Λεπλέ, διευθυντής του μεγάλου καμπαρέ Gernys, την ακούει, μαγεύεται και έτσι την βαφτίζει Πιαφ που σημαίνει σπουργίτη στην γαλλική αργκό. Ενώ ταυτόχρονα, αναστατωμένος από την μοναδική φωνή της, κλείνει ραντεβού μαζί της στο μαγαζί του. Η Πιαφ φτάνει με μια ώρα καθυστέρηση και λίγες μέρες μετά την παρουσιάζει στο κοινό. «Δεν πάνε πολλές ημέρες, που περνούσα από την οδό Τρουαγιόν. Την προσοχή μου τράβηξε ένα θλιμμένο, ωχρό κοριτσάκι. Τραγουδούσε. Κάτι στην φωνή της, με αναστάτωσε, με τάραξε. Θέλω να γνωρίσετε αυτό το χαμίνι του Παρισιού. Και θα εμφανιστεί μπροστά σας, ακριβώς όπως την γνώρισα. Χωρίς βραδινή τουαλέτα, μακιγιάζ ή μεταξωτές κάλτσες. Να λοιπόν η Πιαφ, το σπουργιτάκι του Παρισιού» είπε και από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε μία από τις μεγαλύτερες σταρ στη μουσική σκηνή της Γαλλίας.

Αυτή η πρώτη φορά έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της, όπως εξομολογείται η ίδια αργότερα: «Βγήκα στην σκηνή σα φάντασμα. Αδύνατη και τρομοκρατημένη. Τα χέρια πίσω από την πλάτη μου. Ακίνητη έβλεπα με δέος αυτήν την αίθουσα, μέσα στην οποία βρισκόταν η Μιστενγκέτ και ο Σεβαλιέ. Πίστευα ότι η μιζέρια μου, θα τάραζε το καθώς πρέπει δείπνο τους. Τα πρώτα τραγούδια τα είπα, ακουμπώντας σε μια κολόνα. Ο Λεπλέ τα ανακοίνωνε. Σιγά-σιγά όμως βρήκα την ισορροπία μου, την σιγουριά μου. Άφησα την κολόνα και έτεινα τα χέρια μου στον κόσμο. Το φουλάρι, που κάλυπτε το μανίκι που μου έλειπε, έπεσε κάτω. Κι όμως, κανείς δεν γέλασε. Όλοι είχαν ένα σοβαρό ύφος. Όταν τραγούδησα και την τελευταία νότα, έγινε απόλυτη σιωπή. Για μισό λεπτό περίπου, η απόλυτη σιωπή. Και τότε ο Σεβαλιέ φώναξε: ¨έχει κότσια η πιτσιρίκα¨. Και ξέσπασαν τα χειροκροτήματα που με ζάλισαν. Την άλλη μέρα ο ιδιοκτήτης τουGernys με αγκάλιασε και μου είπε: κέρδισες, τους κατέκτησες. Θα έχω για πάντα τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τον Λεπλέ. Αν ο πατέρας μου με ώθησε στο τραγούδι, εκείνος μ’  έκανε τραγουδίστρια. Κατά κάποιον τρόπο, μου έδωσε μορφή και σχήμα. Κι αργότερα ο Ρευμόν Ασσό μ’ έκανε την Εντίθ Πιαφ».

Η Αγία των δρόμων:

Η Εντίθ Πιαφ, της οποία η φωνή, πλέον, αποτελεί ένα κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας της Γαλλίας, ήταν μια φτωχή τραγουδίστρια του δρόμου. Γεννήθηκε το 1915 σε ένα δρόμο του Παρισιού, πάνω στην κάπα ενός αστυνομικού. Έζησε από θαύμα. Ο πατέρας της ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια σε διάφορα καφέ, από αυτήν άλλωστε κληρονόμησε και τη φωνή της. Αμέσως μετά την γέννησή της, η μητέρα της αδυνατώντας να την μεγαλώσει την εγκατέλειψε στην γιαγιά της . Η γιαγιά της  ζούσε κυριολεκτικά μέσα στην βρωμιά, σε μια τρώγλη μιας συνοικίας και ενώ αγαπούσε πολύ την μικρή Εντίθ δεν άλλαξε τον τρόπο ζωής της. Της έβαζε κρασί στο μπιμπερό της θεωρώντας ότι σκοτώνει τα μικρόβια και δεν την έπλενε ποτέ.

Ο πατέρας της επιστρέφοντας από τον πόλεμο είδε το εξαθλιωμένο κορίτσι και αποφάσισε να την πάει στην μητέρα του για να την μεγαλώσει. Αυτή τη φορά, η Εντίθ πήγε στην άλλη της γιαγιά, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής  στην Νορμανδία, και έμεινε μαζί της αλλά και με τα υπόλοιπα οκτώ κορίτσια του σπιτιού. Η Εντίθ τότε περνάει τα ωραιότερα παιδικά της χρόνια, αφού τα κορίτσια την ανατρέφουν με αγάπη και στοργή διδάσκοντάς της καλούς τρόπους . Παρ’ όλα αυτά οι μνήμες της μιζέριας των πρώτων παιδικών της χρόνων την ακολουθούν για πάντα. «Δεν θα ήμουν η Πιαφ, αν δεν είχα ζήσει όλα αυτά» δήλωσε.

ʺNon, je ne regrette rienʺ

Έρωτες, αποτυχημένες σχέσεις και γάμοι, θλίψη και ευτυχία, μικρές χαρές και λύπες είναι αυτά που συνθέτουν την ζωή της αλλά και τα τραγούδια της. Η ίδια δεν μετανιώνει για τίποτα όπως μας λέει σε ένα από τα πιο γνωστά της τραγούδια, «non, je ne regretted rien», που την έκανε ευρέως γνωστή και στον κόσμο του εξωτερικού. Όπως επίσης και τα τραγούδια  “Hymne à l’ amour” και “La vie en rose” που εξυμνούν την αγάπη. «Ναι, είναι αλήθεια ότι τραγούδια μου θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν οδηγό αγάπης, έναν οδηγό για τον έρωτα. Γιατί διαπερνούν όλα τα συναισθήματα και τα στάδια της αγάπης».

Ωστόσο, το μεγαλύτερο ”επίτευγμα” , λόγω της εκπληκτικής της φωνής και της καλλιτεχνικής της φυσιογνωμίας, ήρθε μετά το θάνατό της και την αποκατέστησε όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και κοινωνικά.  Ταφικές τιμές της δόθηκαν όταν ο πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, διάβασε την αναφορά από την επιτροπή δημόσιων μνημείων η οποία πρότεινε την ταφή της στο Πάνθεον, το εθνικό μαυσωλείο της χώρας, δίπλα από το Βολταίρο και τον Ρουσώ.