Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ξεστόμισα την λέξη “Μαλακάσα”. Τότε, τον Μάιο του 2009.

music

Είχαμε πάει στους “Depeche Mode”. Eμείς. Εκείνοι δεν ήρθαν. Πιο “enjoy the silence” από ποτέ.

Ξενερωμένοι, πιωμένοι, ταλαιπωρημένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. “Μην πάμε από εθνική, θα έχει κίνηση”, πρότειναν οι μπύρες και ο Πέτρος. “Ναι, ναι έχεις δίκιο”, συμφωνήσαμε οι μπύρες εγώ και ο Θεοδώσης. Και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε. Μέσα από σκοτάδια, μέσα από πουρνάρια, με παραλίγο έρπινγκ, με παραλίγο ορειβασία, μαζί με τις ορδές όλων των απογοητευμένων ξενερωμένων, πιωμένων, ταλαιπωρημένων που εγκατέλειπαν την Μαλακάσα ηττημένοι.

 Φτάσαμε στο αμάξι. Μετά από πολύ ώρα. Μετά από μια αιωνιότητα και μια μέρα περίπου. Και ξεκινήσαμε. Για να πάμε “από πίσω ,να μην μπλέξουμε στην εθνική”. Και μπλέξαμε χειρότερα. Δέκα λεπτά αφ’ ότου ξεκινήσαμε άρχισε ο Γολγοθάς νούμερο δύο για εκείνη την ημέρα. Ακινητοποιηθήκαμε. Εμείς και οι ορδές. Σταματημένοι στην μέση του πουθενά χωρίς να πιάνει σήμα το κινητό, χωρίς να πιάνει κανέναν σταθμό το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, χωρίς νερό,χωρίς φαί, χωρίς φως. Εκεί. Κάπου στην Μαλακάσα.

“Άνοιξε το ντουλαπάκι και διάλεξε κάτι από την σιντιέρα”, μου είπε ο Πέτρος.

“Εχμ, από την σιντιέρα που μου είχες δανείσει;”, τον ρώτησα.

“Ναι, από την σιντιέρα που σου είχα δανείσει”, μουρμούρισε ο Πέτρος χάνοντας την λιγοστή υπομονή που δεν του είχε απομείνει.

“Δεν είναι εδώ”, είπα κι άνοιξα το παράθυρο να φύγω τρέχοντας.

“Και πού είναι;”, φώναξε χωρίς καμία διάθεση να βρει υπομονή και κουράγιο.

“Ε αφού μου την είχες δανείσει πού θες να είναι; Σπίτι μου είναι”, είπα και άνοιξα και την πόρτα για να φύγω τρέχοντας.

“Στην είχα δανείσει πριν τρεις μήνες. ΠΡΙΝ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ”, ούρλιαξε πιο δυνατά κι από τα ηχεία της Μαλακάσας.

“Ε δεν είναι εδώ τώρα τι να κάνουμε; Θες να βάλουμε Τσιτσάνη; Ορίστε έχει εδώ μέσα ένα ωραιότατο σιντί του Τσιτσάνη, έλα να ακούσουμε αυτό”, είπα με χαρά σαν να ήμουν αρχοντορεμπέτισα.

“Τα καινούργια του είναι;”, ρώτησε ο Θεοδόσης προσπαθώντας να μας κάνει να γελάσουμε. Δεν γελάσαμε.

Περάσαμε εικοσιτρία μαρτυρικά λεπτά ακούγοντας Τσιτσάνη, μέσα στο σκοτάδι, ακινητοποιημένοι σε κάτι που ήθελε να γίνει δρόμος αλλά δεν τα κατάφερε, εκεί, πίσω από την Μαλακάσα. Δεν είχαμε πρόβλημα με τον Τσιτσάνη, δεν μας είχε κάνει κάτι ο άνθρωπος, ίσα ίσα που ίσως μόνο εκείνος να μπορούσε να τραγουδήσει τον καημό μας εκείνη την ώρα. Με την μαύρη μας την μοίρα τα είχαμε. Ε, και την πλήρωσε ο Τσιτσάνης.

“Κατουριέμαι”, κλαψούρισα.

“Πεινάω”, κλαψούρισε ο Θεοδώσης.

“Διψάω”, μάλλον  γρύλισε ο Πέτρος.

Όλες οι ανάγκες του ανθρώπου, όλα τα ένστικτα επιβίωσης, εκεί, σε ένα αμάξι ακινητοποιημένο πίσω από την Μαλακάσα. Βγήκαμε από το αμάξι και κατάπιαμε και μας κατάπιε το απόλυτο σκοτάδι. Μοιράσαμε αρμοδιότητες. Ο Θεοδόσης θα πήγαινε να βρει τροφή και νερό και μπύρες, εγώ θα πήγαινα να κατουρήσω και ο Πέτρος θα φίλαγε το αμάξι και το σιντί του Τσιτσάνη. Δεν ήταν δίκαιη η μοιρασιά, αλλά ούτε και η μέρα ήταν δίκαιη για εμάς.

Κατούρησα, δεν ξέρω πού κατούρησα, σκοτάδια ήταν, δάσος ήταν, ερημιά ήταν. Ο Θεοδόσης γύρισε μετά από σαράντα λεπτά με τρία σάντουιτς της κακιάς ώρας και νερά,” μπύρες τέλος, πάλι καλά να λέτε που έπεσα πάνω σε κάτι παιδιά στον δρόμο, κυριολεκτικά έπεσα πάνω σε κάτι παιδιά στον δρόμο ε, με τόσο σκοτάδι, και μου είπαν ότι πιο κάτω έχει κάτι σαν καντίνα”. Κι ο Πέτρος είχε πιάσει κουβέντα με τα ακινητοποιήμενα παιδιά του από πίσω ακινητοποιημένου αυτοκινήτου.

Δεν είδαμε ποτέ τα πρόσωπα τους ούτε εκείνοι τα δικά μας. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μοιράστηκαν μαζί μας ένα μπουκάλι ουίσκι που είχαν, (αυτή είναι οργάνωση, όχι σαν εμάς που στο ντουλαπάκι είχαμε μόνο Τσιτσάνη), και συζητάγαμε για ώρες. Για όσες ώρες είμαστε ακινητοποιημένοι. Για πολλές ώρες. Ήταν δύό αγόρια και ένα κορίτσι και δούλευαν σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Συζητάγαμε για την ακύρωση της συναυλίας, για το πόσο ωραίες είναι οι συναυλίες, για το ποιος θα θέλαμε να δώσει συναυλία στην Ελλάδα, για το πού θα πάει διακοπές ο καθένας, για το αν έχουμε πληρώσει τους λογαριασμούς, για το αν ο Ολυμπιακός είναι η καλύτερη ομάδα, για το αν πιστεύουμε ότι υπάρχει φιλία μεταξύ άντρα και γυναίκας, (ναι υπάρχει, εκεί καταλήξαμε), για το τι καλά που θα ήταν αν ζούσε ο Τσιτσάνης και έδινε συναυλίες, για το γιατί χώρισε η κοπέλα της άλλης παρέας μια μέρα πριν την συναυλία και αν έπρεπε να δώσει στον πρώην της το εισιτήριο του αντί να το πετάξει στην λεκάνη και να τραβήξει τρεις φορές το καζανάκι και για το ΠΟΤΕ ΘΑ ΞΕΚΟΛΛΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΕΔΩ, ΠΟΤΕ; Συζητήσαμε όλα αυτά που μπορούν να συζητήσουν έξι άγνωστοι άνθρωποι ακινητοποιημένοι μέσα στο πυκνό σκοτάδι τρεις ώρες πίσω από την Μαλακάσα.

Κάποια στιγμή ξεκολλήσαμε. Χαιρετηθήκαμε, ευχαριστηθήκαμε, ευχηθήκαμε τα καλύτερα και φύγαμε. “Την επόμενη φορά κερνάμε εμείς μπουκάλι ε;”, τους φώναξε ο Πέτρος μπαίνοντας στο αμάξι. “Ποια επόμενη; Για μένα η Μαλακάσα τέλειωσε. ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΆΩ ΜΑΛΑΚΆΣΑ”, ξεφώνισα παίζοντας με τις μάρκες που είχαν ξεμείνει στην τσέπη μου. Τις μάρκες εκείνες που δεν πρόλαβαν να εξαργυρωθούν σε μπύρες.

Η Μαλακάσα για εμένα είχε τελειώσει. Και εγώ για την Μαλακάσα. Είμασταν πια δυο ξένες. Δικαίως ή αδίκως. Πέταγα τα σταυρόλεξα όταν η απάντηση στον ορισμό ήταν “Μαλακάσα”, απενεργοποίησα το ότοκορεκτ για να μην λέει “Μαλακάσα” αυτόν που θέλω να πω κάπως αλλιώς που μοιάζει με “Μαλακάσα”.

Τα χρόνια πέρασαν . Το ψυχικό τραύμα της Μαλακάσας όχι. Ο Πέτρος και ο Θεοδόσης την μνημόνευσαν συχνά, ανέβασαν και φωτογραφίες στο φέισμπουκ για να θυμόμαστε την μη-συναυλία. Εγώ ήθελα να την ξεχάσω. Και την ξέχασα αποφασισμένη να μην ξαναπατήσω. Μόνο που, ποιος ξέρει γιατί, έβαλα σε ένα κουτί τις μάρκες που δεν πρόλαβαν να γίνουν μπύρες.

Φίλοι και γνωστοί έμαθαν και σεβάστηκαν την άρνηση μου προς την Μαλακάσα και από τότε δεν μου πρότειναν ποτέ ξανά να πάμε. Κι όταν κάποιος φίλος ή γνωστός πήγαινε στην Μαλακάσα του έλεγα “και τι θα καταλάβεις, θα γυρίσεις ζαλισμένος, σκονισμένος, ταλαιπωρημένος”.

Και πέρασαν τα χρόνια. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Εγώ με το να μην πλησιάζω την Μαλακάσα, οι μάρκες στο κουτί τους και η Μαλακάσα στην θέση της. Και ήταν πριν μερικούς μήνες, εκεί σε ένα τηλέφωνο μιας φίλης από την σχολή που είχαμε να βρεθούμε χρόνια. “Έλα τι κάνεις;”, “καλά εσύ;”, “μια χαρά, χαθήκαμε ε;”, “ναι ρε γαμώτο. Τα νέα σου;”,”καλά, θα στα πω από κοντά. Βασικά σε πήρα να σου πώ ότι έρχεται ο Ρόμπι για συναυλία τον Ιούνιο…”, “Ο Ρόμπι; Αλήθεια;, (εμείς οι κοντινοί Ρόμπι τον λέμε τον Ρόμπι Γουίλιαμς), ωραία, πάμε!”, της δήλωσα,” ε να ξέρεις…η συναυλία είναι στην Μαλακάσα…”, ψέλλισε. “ΕΛΑ ΓΕΙΑ, ΘΑ ΣΕ ΠΆΡΩ ΜΕΤΑ”, της το έκλεισα.

 Σκέψεις, θολούρα, θυμός ,” έχω δίλημμα ποιον δρόμο να διαλέξω”, στο μυαλό μου .Και ένα “γιατί;”. Γιατί εκεί; Αφού είπα δεν θα ξαναπατήσω εκεί. Σταμάτησα τις σκέψεις και άνοιξα το γιούτιούμπ. ” Ρόμπι” στην αναζήτηση. Και ήταν όλα εκεί. Τραγούδια, αναμνήσεις, εικόνες από τα παλιά, μουσική. Μουσική και εικόνες. Άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι, άλλες καταστάσεις, άλλη ζωή. Μουσική. Τότε και τώρα. Τραγούδια που έφεραν άσχημες αναμνήσεις και τραγούδια που έφεραν στο πρόσωπο χαμόγελα. Εικόνες. Τότε και τώρα. Ο Ρόμπι πιο μικρός, και πιο μεγάλος, πιο αδύνατος και πιο παχύς. Ο Ρόμπι τρελός. Τότε και τώρα. Ο Ρόμπι εικόνα στο γιουτιούμπ θα μπορούσε να είναι εικόνα σε μερικά μέτρα. Τα τραγούδια  που ακουγόντουσαν από τα ηχεία του λάπτοπ θα ακουγόντουσαν από τα ηχεία της Μαλακάσας. Και άρχισα να χορεύω και να τραγουδάω. Μόνη μου. Και με πήρε ο ύπνος ακούγοντας μουσική. Όπως τότε.

 Από την επόμενη μέρα και για αρκετούς μήνες κυκλοφορούσα με τα ακουστικά στα αυτιά. Τα ακουστικά είναι το view master των αυτιών, ο καθένας ακούει ό,τι θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει. Και αυτό έκανα κι εγώ. Άκουγα Ρόμπι και κάθε τραγούδι με έφερνε λίγο πιο κοντά στην Μαλακάσα. Η μουσική με έφερνε πιο κοντά εκεί που έλεγα πως δεν θα ξαναπατήσω. Οι νότες και οι στίχοι με έκαναν να πλησιάζω εκεί που έλεγα πως δεν θα ξαναπατήσω. Κι ας ήξερα πως θα φύγω ζαλισμένη,σκονισμένη και ταλαιπωρημένη. Αλλά ευχαριστημένη. Και τελικά αποφάσισα να ξαναπατήσω. Ίσως γιατί κατάλαβα πως μπορεί να μην αγαπάμε τους τραγουδιστές αλλά τις στιγμές που ζήσαμε με τα τραγούδια τους, κι ίσως γι’αυτό να αγαπάμε και εκείνους. Ίσως γιατί αν γινόμαστε κάπου γκρούπιζ να είναι μιας ζωής που ζήσαμε και μας λείπει. Και ίσως για αυτό να ξαναγαπήσω την Μαλακάσα, ελπίζω.

 Πήρα τηλέφωνο την φίλη μου από την σχολή. Την προηγούμενη βδομάδα. “Έλα, τι έγινε;”, “καλά εσύ; Πάλι κάναμε καιρό να μιλήσουμε ε;”, ” ναι, πάλι…Να σου πω; Πάμε Ρόμπι;”, “Ναι εννοείται, αλλά γιατί, βασικά πώς;”, “Ντάξει μωρέ βρήκα κάτι μάρκες για μπύρες ε και να, χρωστάω κάπου ένα μπουκάλι ουίσκι”