Ο τίτλος μπορεί να σας παραπέμπει κάπου. Ίσως σε εκείνες τις ιστορίες που περιγράφουν το πώς είναι να ξέρεις πολύ καλά έναν άνθρωπο. Ίσως σε εκείνες τις πολύωρες διηγήσεις, που μιλάνε για ανθρώπους που εμπιστεύονται τυφλά ο ένας τον άλλο. Ίσως σε ταινίες, που είδαμε πολλά happy ends, παρά τις δυσκολίες των πρωταγωνιστών.

Μπορεί πάλι, να μην σου θυμίζει κάποια ιστορία, αλλά τη ζωή σου.

Πόσες φορές σε ρώτησαν πόσο καλά ξέρεις κάποιον;

Πόσες φορές απάντησες ότι ναι, τον ξέρεις πολύ καλά;

Και τώρα πες μου… πόσες φορές έπεσες έξω;

Κάθε φορά που νομίζεις πως γνωρίζεις κάποιον τόσο καλά, τότε είναι που πέφτεις από τα σύννεφα. Κάθε φορά που νιώθεις πως είσαι προετοιμασμένος για κάθε του κίνηση, τότε είναι που σε εκπλήσσει για τα καλά. Όσο προβλέψιμο τον/ την θεωρείς, τόσο δεν είναι.

Παρόλα αυτά, δεν είναι κακό που πιστεύεις ότι όντως, ξέρεις κάποιον άνθρωπο.

Το θέμα είναι όμως, ότι δεν τον ξέρεις. Όσα λόγια και πράξεις σου έχουν δείξει κάποιο συγκεκριμένο προφίλ, πάντα κάτι, μπορεί να δείξει και την άλλη όψη του νομίσματος.

Για παράδειγμα, σκέψου πως σταματάς να είσαι φίλος ή #οτιδήποτεάλλο με κάποιον άνθρωπο. Πριν, ήσουν σίγουρος για κάθε του άποψη, κάθε του κίνηση, κάθε συμπεριφορά. Ήξερες τι θα έλεγε και τι έπρεπε, με τη σειρά σου, να απαντήσεις. Έλα όμως που, πλέον, νιώθεις λες και δεν τον έμαθες ποτέ. Ακόμα και αν συναντηθείτε τυχαία, θα είναι λες και δεν συνέβη ποτέ. Θα είστε σαν δύο ξένοι. Οκ, υπάρχουν και οι Σουηδοί, δεν λέω. Αλλά, είναι πολλές οι φορές, που θα αποφύγεις φιλικούς χαιρετισμούς με ανθρώπους, που δεν ήταν τελικά ό,τι πίστευες.

Επομένως, πόσο καλά, λοιπόν, ξέρουμε τους ανθρώπους που είναι γύρω μας; Μήπως τελικά, αυτό που μετράει, δεν είναι πόσο καλά ξέρεις κάποιον, αλλά το πόσο πρόθυμος είσαι, να δεις και τις δύο πλευρές του εαυτού του;

Αν σκεφτούμε λίγο αντίστροφα την κατάσταση, θα δούμε πως πράγματι, στην προσπάθεια μας να γνωρίσουμε τον άλλο, μας ξεφεύγουν κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες.

Εκείνοι μπορεί να μας έδειξαν όλα τα σημάδια, τα καλά και τα κακά κι απλώς εμείς μπορεί, να κοιτάζαμε αλλού. Γιατί μάλλον δεν θέλαμε να δούμε την αλήθεια. Ούτε και να χαλάσουμε την εικόνα που είχαμε χτίσει γι’ αυτούς στο μυαλό μας. Και τέλος, για να μην πληγωθούμε.

Ίσως όμως, αν αφήναμε στην άκρη αυτή την ανεξήγητη αυτοπεποίθηση, να ήμασταν πιο προετοιμασμένοι. Αν αντιμετωπίζαμε τον άλλο ως σύνολο και όχι, ως κάποιες ωραίες στιγμές, θα ξέραμε τι να πούμε στους εαυτούς μας. Αν ξεπερνούσαμε αυτή την ιδέα ότι μπορούμε να ξέρουμε τόσο εύκολα κάποιον, δεν θα απογοητευόμασταν τόσο συχνά από την κατάληξη.

Γράφει η Ανδριάνα Αργυροπούλου